Ιδρύθηκε το 362 μ.Χ. από τους αδελφούς Θεόδωρο και Συμεών που προέρχονταν από τη Θεσσαλονίκη και είχαν ασκητέψει στον Όλυμπο και σε άλλους τόπους, πλάι στους ησυχαστές της ερήμου. Ο επίσκοπος Ιεροσολύμων τους ανέθεσε μια ειδική αποστολή, να ανακαλύψουν τη θρυλική χαμένη εικόνα της Παναγίας που ζωγράφισε ο ευαγγελιστής Λουκάς, και έτσι βρέθηκαν στους τόπους της ορεινής Αχαίας.
Σύμφωνα με τις παλαιές παραδόσεις, οι δύο μοναχοί, μετά από πολλές περιπλανήσεις και αποκαλυπτικά όνειρα, συνάντησαν ένα κορίτσι που έβοσκε τα ζώα στην περιοχή της Ζαχλωρούς. Το κορίτσι, που το έλεγαν Ευφροσύνη, τους αποκάλεσε με τα ονόματά τους και τους οδήγησε στο σπήλαιο όπου βρισκόταν η ιερή εικόνα, την οποία φύλαγε φοβερός δράκοντας. Η ίδια το είχε ανακαλύψει, όταν είδε έναν τράγο να εξέρχεται από το σπήλαιο με βρεγμένη τη γενειάδα του από το νερό της πηγής, που έκτοτε ονομάστηκε Πηγή της Κόρης.
Σύμφωνα με τις παλαιές παραδόσεις, οι δύο μοναχοί, μετά από πολλές περιπλανήσεις και αποκαλυπτικά όνειρα, συνάντησαν ένα κορίτσι που έβοσκε τα ζώα στην περιοχή της Ζαχλωρούς. Το κορίτσι, που το έλεγαν Ευφροσύνη, τους αποκάλεσε με τα ονόματά τους και τους οδήγησε στο σπήλαιο όπου βρισκόταν η ιερή εικόνα, την οποία φύλαγε φοβερός δράκοντας. Η ίδια το είχε ανακαλύψει, όταν είδε έναν τράγο να εξέρχεται από το σπήλαιο με βρεγμένη τη γενειάδα του από το νερό της πηγής, που έκτοτε ονομάστηκε Πηγή της Κόρης.
Οι μοναχοί έβγαλαν την εικόνα έξω από το σπήλαιο και άρχισαν να απομακρύνουν την πυκνή βλάστηση. Όταν άναψαν φωτιά για να κάψουν τα κλαδιά, ο δράκοντας τινάχθηκε βίαια μέσα από το σπήλαιο. Τότε, μια πύρινη ακτίνα βγήκε από την εικόνα, σαν αστραπή, και κεραυνοβόλησε τον δράκοντα. Σε ανάμνηση αυτού του θαυμαστού γεγονότος, σώζονταν, μέχρι πρόσφατα, τα οστά του δράκοντα, που σήμερα έχουν εξαφανιστεί...
Το Μέγα Σπήλαιο είναι ίσως το πιο μυστηριακό μοναστήρι ολόκληρου του ελλαδικού χώρου. Μαζί με τη Μονή της Αγίας Λαύρας, φαίνεται ότι ηγείται αυτού του άτυπου Αγίου Όρους που απλώνεται ανάμεσα στα ορεινά χωριά των Καλαβρύτων και στο ελατόδασος του Ερύμανθου, εκεί όπου ένα χωριό, στο φως του ήλιου, μοιάζει να βγαίνει μέσα από τη λαμπερή καρδιά του δάσους, η Άνω Βλασία...
Το Μέγα Σπήλαιο δεν είναι αυτό που φαίνεται, δεν είναι αυτό που βλέπουν οι δεκάδες προσκυνητές. Περπατούν σε έναν χώρο του Αοράτου, που καλύπτει διακριτικά την παράλληλη υπόστασή του, και δεν βλέπουν αυτό που είναι μπροστά στα μάτια τους. Το Μέγα Σπήλαιο είναι εκεί και δεν είναι εκεί, από αλλού ξεμυτίζει όπως η κεφαλή του δράκοντα και το τρομερό, το αθώο του βλέμμα –στα έγκατα, όπου περιπλανήθηκαν, σαν χαμένα παιδιά του παραμυθιού, τα πρόσωπα που κάποια άγνωστη θέληση επέλεξε να τους εμπιστευθεί το μυστικό αυτού του Τόπου και τη θεμελίωση του μοναστηριού.
Η επίσκεψη στο μοναστήρι δεν έχει απρόοπτα, η διαδρομή είναι οργανωμένη. Το ρεύμα των προσκυνητών κατευθύνεται στον θεοσκότεινο ναό και στην άκρη του σκοταδιού, στην άκρη του παραπετάσματος που σχηματίζουν οι σιωπηλές φλογισμένες μορφές του τέμπλου, εκεί όπου, μέσα από την επάργυρη θήκη της, ξεπροβάλει η Μαύρη Παναγιά, η Κυρία του Μεγάλου Σπηλαίου. Αμηχανία, που οι προσκυνητές μπορούν να διαχειριστούν με την πίστη τους, και οι τουρίστες με την αφασία τους. Μαύρο...πιο μαύρο από το μαύρο (nigrum nigrius nigro, λένε οι αλχημιστές). Η άβυσσος της Πρώτης Ύλης, και γύρω από την κεφαλή της Μητέρας και του Παιδίου, η κορώνα του Ηλίου. Η πιο Ερμητική εικόνα της Ορθοδοξίας.
Αλλά η μυσταγωγία, που προσφέρεται σε όλους, δεν τελειώνει εκεί. Το Δέντρο της Ζωής, το Δέντρο του Παραδείσου, κάνει αισθητή την παρουσία του μέσα στο ναό, σκαλισμένο με αυστηρότητα πάνω στο μάρμαρο. Και λίγο πιο πέρα, έξω από το ναό, στην άκρη του σπηλαίου, εκεί όπου αναβλύζει το αγίασμα, το Ύδωρ της Ζωής –αν νικήσεις τον δράκοντα, αν εισέλθεις στο Σπήλαιο...
«Το δε σκότος ύδωρ εστί φοβερόν»...αυτό το σκοτάδι είναι νερό, νερό τρομακτικό, θυμάμαι την περίεργη φράση από τα Φιλοσοφούμενα του Ιππολύτου. Ποιά τέχνη ή ποιά αγάπη μυστική, ποιό Έλεος, ή ποιά τρέλα, μπορεί να μετατρέψει αυτό το ύδωρ του θανάτου, αυτόν τον δηληριώδη Υδράργυρο που θα σκότωνε κάθε ζωντανό πλάσμα, σε ύδωρ ζωής;
Θυμάμαι τα λόγια του αλχημιστή: η Μαγική Γη τέρπεται από το Γάλα της Παρθένου, και αποκαλείται Παρθένος επειδή τίποτα δεν παράγει αλλά μένει κρυμμένη και άεργη, στο κέντρο του κέντρου...
Η σύντομη διαδρομή προς το αγίασμα είναι και αυτή τρόπον τινά σκηνοθετημένη. Συναντάς έναν Εσταυρωμένο και στη βάση του μια κρύπτη, μια σπηλιά σε σμίκρυνση, τρισδιάστατη, που παραπέμπει στη γνωστή εικόνα με το κρανίο του Αδάμ, που βρίσκεται μέσα στο σπήλαιο του Κάτω Κόσμου και από πάνω ο Σταυρός του Γολγοθά. Στη μικρογραφία αυτή της σπηλιάς, όπου μέσα της καίει ένα καντήλι, οδηγεί μια σειρά από σκαλάκια τόσο μικρά, που μόνο οι νάνοι της παιδικής μας ηλικίας θα μπορούσαν να τα ανεβούν. Πρέπει να μικρύνεις για να καταφέρεις να εισέλθεις στο Μέγα Σπήλαιο, αν ποτέ ονειρεύτηκες την ύπαρξή του. Πρέπει να μικρύνεις τον εαυτό σου, αυτό φαίνεται να είναι το μήνυμα.
Οι Εικονομάχοι έκαψαν το μοναστήρι το 840. Το παραμύθι ήθελαν να κάψουν, για να υψώσουν πάνω από τις στάχτες του τον δικό τους θεό, εκείνο το απρόσιτο και ακατανόητο ον που αργότερα, ως Μέγας Ωρολογοποιός, θα αποθεωνόταν από μια νεκροζώντανη Ευρώπη. Αλλά το παραμύθι είναι ακόμη εδώ.
Δημήτρης Τσουμάνης