27.9.12

Το Σπήλαιο του Πλάτωνα, Σπήλαιο της Imaginatio


Σημειώσεις για την αλήθεια των αισθήσεων




Κλείνοντας τη μακρά επισκόπηση–περιπλάνηση στην Ιστορία της πυθαγόρειας φιλοσοφίας, αναζητώντας τις μεταμορφώσεις της, από τις διδασκαλίες των συντεχνιών του Μεσαίωνα ως τις μετανευτώνειες επιστημονικές θεωρίες, ο Matila Ghyka, στο μνημειώδες έργο Le Nombre d'Or (1931), καταλήγει ως εξής:

Πάντα το Σπήλαιο του Πλάτωνα!
Θεός και Πραγματικότητα είναι ο Ήλιος που λάμπει στη σπηλιά μας, του οποίου τη λάμψη δεν θα μπορούσαμε να αντέξουμε. Αλλά οι παράγωγες σκιές που χορεύουν στο ορατό προπέτασμα των αισθήσεών μας, και οι ρυθμοί τους, είναι ωστόσο δικές του εκπορεύσεις (1).

Εκείνοι που διαβάζουν τον Πλάτωνα χωρίς τα πολυχρησιμοποιημένα γυαλιά ενός μυωπικού πλατωνισμού ή ιδεαλισμού (ακόμη λέγονται, με τόση ευκολία, διάφορα για την «πλάνη των αισθήσεων») θα συμφωνήσουν με την παρατήρηση του Ghyka.

Θα μιλήσουμε για σκιές, για όψεις, για επιφάνειες, για εικόνες, για μορφές. Θα μιλήσουμε δηλαδή για ιδέες και είδη, έχοντας κατά νου την πολυσημία των λέξεων. Θα περιπλανηθούμε στο Σπήλαιο.

Η αρχική σημασία των φιλοσοφικών όρων ιδέα και είδος είναι «όψη», «εμφάνιση», «σχήμα». Μία άλλη λέξη που οι αρχαίοι χρησιμοποιούν για την όψη, την εμφάνιση, το σχήμα, αλλά και για την παράσταση και την εντύπωση, είναι: φαντασία. Η λέξη «φαντασία» σημαίνει την επενέργεια του φωτός, το φαίνειν και το φαίνεσθαι – το φαινόμενο. Σημαίνει κάτι που έρχεται στο φως, ότι κάτι που πρώτα ήταν σκοτεινό έρχεται στο φως.

Ο Σουχραβάρντι, ο οραματιστής φιλόσοφος του Ιράν, έλεγε ότι υπάρχουν τρεις, κατά βάση, τρόποι να ατενίζεις τον ουρανό: όπως οι κοινοί άνθρωποι και τα ζώα, όπως οι άνθρωποι της επιστήμης, που βλέπουν τους ουρανούς με τα μάτια των ουρανών, και ένας τρίτος τρόπος, ανώτερος από τους προηγούμενους, με τα μάτια της εσωτερικής όρασης.

Ο Henry Corbin, μελετώντας σε βάθος τον Σουχραβάρντι καθώς και όλα τα παρακλάδια του ισλαμικού εσωτερισμού, εντόπισε από την αρχή την ιδιαίτερη σημασία της Φαντασίας και επινόησε τον όρο imaginal για να περιγράψει το θεμελιώδες εκείνο στοιχείο που συγκροτεί τον μετασυμβολικό πυρήνα των μυστικών αυτών παραδόσεων. Απέφυγε να χρησιμοποιήσει το επίθετο imaginaire (φανταστικός), θεωρώντας ότι η πολυχρησιμοποιημένη αυτή λέξη θα παρέπεμπε αναπόφευκτα στην τρέχουσα σημασία της φαντασίας, της imaginatio ως κάτι το μη πραγματικό, το ψευδές. Η επιφύλαξη του Corbin αποδείχθηκε βάσιμη, πολύ περισσότερο μάλιστα αν αναλογιστούμε ότι ούτε ο νεολογισμός imaginal στάθηκε αρκετός για να διαλύσει τελείως τη σύγχυση. Και αυτό γιατί πίσω από τη διάκριση ανάμεσα στο φανταστικό και το πραγματικό παραμένει πανίσχυρη η θεμελιώδης διάκριση ανάμεσα στο αισθητό και στο νοητό.
Στον ισλαμικό εσωτερισμό, ιδιαίτερα στα ιρανικά–σιϊτικά ρεύματα, πλάι στη διάκριση ανάμεσα στο αισθητό και στο νοητό, κληρονομιά του Νεοπλατωνισμού στον οποίο αναβαπτίσθηκε η ισλαμική φιλοσοφία, στέκει μία άλλη διάκριση με βάση την οποία η διχοτομία αίσθησης και νόησης τείνει να διαλυθεί, να μεταμορφωθεί μέσα στο αναγεννώμενο σύμπαν της ενόρασης. Πρόκειται για τη διάκριση ανάμεσα στην Ιδέα ως Αρχέτυπο και στην Ιδέα–Εικόνα, μία λεπτή, θεμελιώδη διάκριση που διανοίγει το πεδίο για μία παράδοξη, ασύλληπτη Μεγάλη Έκρηξη της φαντασίας: για τη μεταμόρφωση της Φαντασίας σε θεοφάνεια, σε ένα πεδίο πολλαπλών, κλιμακωτών θεοφανειών.
Δύο, κατά βάση, συμβολικοί κόσμοι αναπαριστούν τις ενέργειες των Ιδεών. Οι Ιδέες εκδηλώνονται ως Αρχέτυπα στο Γιαμπαρούτ, τον «κόσμο των Νοών», και ως Εικόνες στο Μαλακούτ, τον «κόσμο της εικόνας». Ο οραματιστής του Μαλακούτ, θεάται τα πράγματα αυτού εδώ του κόσμου αλλά τα θεάται όπως αυτά είναι στο Μαλακούτ... Δεν πρόκειται για φυγή σε φανταστικούς κόσμους.

...Κάθε στιγμή το πλάνο Κάλλος/ προβάλλει εν ετέρα μορφή/ γητεύει την ψυχή κι εξαφανίζεται/ Κάθε στιγμή ο Αγαπημένος/ ενδύεται κι ένα καινούριο ένδυμα (Ρουμί)

Ο Corbin επινόησε τον όρο imaginal έχοντας κατά νου το Μαλακούτ, ώστε να αποδώσει στη συνέχεια την εναλλακτική, τεχνική ονομασία του όρου, η οποία είναι alam al-mithal, «κόσμος της εικόνας». Σχημάτισε έτσι τον όρο Mundus Imaginalis, στα λατινικά. Είναι μεγάλη συζήτηση. Αν, για λόγους που έχουν ήδη εξηγηθεί, δεν μπορούσε να επαφίεται πλέον στη λέξη imago και στα παράγωγά της, αναρωτιέται κανείς γιατί ο Corbin δεν ανακάλεσε τη λέξη εικόνα, αντί να καταφύγει σε αμφίβολους νεολογισμούς. Πόσο μάλλον όταν ο ίδιος γνώριζε αρκετά καλά την ιδιαίτερη σημασία που έχει η λέξη εικόνα και η έννοια του εικονίζειν στη θεολογία της Ορθοδοξίας. Γιατί ο Corbin σε κάποιο σημείο επικαλείται τη βυζαντινή λειτουργία, για να φέρει κοντά στον δυτικό αναγνώστη την ούτως ή άλλως παράδοξη έννοια του Mundus Imaginalis. Αναφέρεται συγκεκριμένα σε μία φράση που ψάλλει ο Χορός πριν από την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας: «[ημείς] τα Χερουβείμ μυστικώς εικονίζοντες», «εμείς που κατά τρόπο μυστικό εικονίζουμε τα Χερουβείμ» – κάτι που κάποτε έψελνε ο «λαός», το εκκλησίασμα, εικονίζοντας τους Αγγέλους. 

«Οι τα Χερουβείμ μυστικώς εικονίζοντες». Οι άγγελοι της Μεγάλης Εισόδου, τοιχογραφία στην Περίβλεπτο του Μυστρά που παραπέμπει σε αρχαίες μυστηριακές λατρείες.

Αλλά τί σημαίνει εικονίζω; Εικονίζω μυστικώς; Σημαίνει «μιμούμαι το αρχέτυπο». Παρενθετικά πρέπει να σημειωθεί ότι και η μίμηση έχει ως έννοια υποστεί αλλοιώσεις ανάλογες με εκείνες που έχει υποστεί η λέξη εικόνα. Αλλοιώσεις που μαρτυρούν, για να το πούμε χωρίς περιστροφές, μία σοβαρή διαταραχή στη σχέση του ανθρώπου με το «υπεραισθητό», το «υπερφυσικό», ή, αν θέλετε, το «αγγελικό».
Με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, όσο ελλιπή και αν είναι αυτά, μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε ότι στα θεατρικού τύπου δρώμενα των αρχαίων Μυστηρίων η μίμηση ήταν μίμηση μορφής, μίμηση είδους, αν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε τους όρους που υιοθέτησαν οι φιλόσοφοι μελετώντας τις θρησκευτικές παραδόσεις και τις διάφορες μορφές τέχνης που απέρρευσαν από αυτές, όπως το έπραξε ο Αριστοτέλης μελετώντας την τραγωδία. Μίμηση μορφής, μίμηση είδους, δηλαδή αναγωγή στο αρχέτυπο.
Φυσικά, η πιο απτή μαρτυρία για το πώς ακριβώς εννοεί η αρχαιότητα την αναγωγή στα αρχέτυπα βρίσκεται στην τέχνη, στη γλυπτική, όπου το αρχέτυπο, ενσαρκωμένο στο κάλλος και στην τελειότητα της μορφής (του «είδους») φανερώνεται ως το καθολικό και το γενικό (το γένος). Στη δε βυζαντινή τέχνη, η αναγωγή στο αρχέτυπο εκκινεί από την υπόσταση, καθώς η θεολογία της εικόνας αποτελεί μέρος της θεολογίας του προσώπου (2).

Κάλλιστα λοιπόν ο Mundus Imaginalis θα μπορούσε να μεταφραστεί «Κόσμος της Εικόνας», παραπέμποντας στη βυζαντινή έννοια της εικόνας, ή ακόμη και Εικονικός Κόσμος, δηλαδή «κόσμος των Ιδεών–Εικόνων». Αυτός ο «κόσμος» ή βασίλειο των Αρχετύπων–Εικόνων είναι, με μία ειδική σημασία, και το Bασίλειο της Imaginatio. Όπως έλεγε ο Ιρανός Muhsen Fayz τον 17ο αιώνα, ο Mundus Imaginalis «κατέχει στην τάξη του μακρόκοσμου την ίδια θέση που η Imaginatio κατέχει στον μικρόκοσμο» (3).

Μελετώντας τα ζητήματα αυτά, έχω καταλήξει ότι υπάρχουν διάφοροι τύποι Mundus Imaginalis και ότι είναι δυνατόν να ταξινομηθούν ανά παράδοση ή σχολή (λόγου χάρη ο Mundus Imaginalis των Νεοπλατωνικών ή των Καββαλιστών) καθώς και ανά τύπο εμπειρίας (ο Mundus Imaginalis των σαμάνων ή ο Mundus Imaginalis των καθολικών μυστικών όπως η Τερέζα της Άβιλα, συγγραφέας του Las Moradas Del Castillo Interior, «Οι Κατοικίες του Εσωτερικού Κάστρου»). Μία άλλη τεράστια κατηγορία αποτελείται από τα λογοτεχνικά έργα, από τον Όμηρο ως τον Τζόις, είτε αυτά συνδέονται άμεσα με τις εσωτερικές παραδόσεις είτε έμμεσα.
Σχηματοποιώντας ακόμη περισσότερο την πολυμορφία του υλικού, μπορούμε να πούμε ότι διακρίνονται δύο βασικοί τύποι του Mundus Imaginalis: ο Mundus των οραματιστών και ο Mundus των κοσμολόγων.

Ο Mundus Imaginalis των οραματιστών – ένα παράδειγμα. Για να παραμείνουμε στο Ισλάμ, ο «Κόσμος της Εικόνας» των Σούφι είναι ένας «τόπος» μυστικός όπου σωματοποιούνται τα πνεύματα και πνευματοποιούνται τα σώματα. Κάθε αντικείμενο του αισθητού κόσμου έχει εκεί το ανάλογό του, που είναι ακατάληπτο από τις αισθήσεις. Σε αυτόν τον κόσμο των αναλογιών, υπάρχει «ένας ουρανός, μια γη, ένας ωκεανός, ζώα, φυτά και άνθρωποι ουράνιοι» που μπορείς να τα δεις με τη σμαράγδινη όραση. Αυτή η «Χώρα των οραμάτων» (όπου βρίσκονται οι αρχέτυπες μορφές των σκέψεων και των αισθημάτων μας), τοποθετείται πέρα από το κοσμικό όρος Καφ: ξεκινά από την κυρτή επιφάνεια της Ένατης Σφαίρας, της Σφαίρας των Σφαιρών, που περικλείει το σύνολο του κόσμου. Βρίσκεται –με άλλα λόγια– έξω από το κοσμικό Ωόν, γι' αυτό και ένα άλλο της όνομα είναι «Χώρα του Πουθενά»... Αποκαλείται, επίσης και Όγδοη Περιοχή (όγδοο κλίμα), γιατί βρίσκεται πέρα από τις επτά περιοχές του αισθητού κόσμου. Εκεί, στο βασίλειο των «λεπτών σωμάτων» υπάρχουν αναρίθμητες πόλεις: Jabalca, Jabarsa και Hurqalya, η πόλη του σμαραγδιού. Πόλεις με παράξενα ονόματα, για τις οποίες μιλούν οι Σούφι στις ιστορίες που αφηγούνται τα μυητικά τους «ταξίδια»: η Πόλη των Ανθισμένων Λουλουδιών, η Διαυγής Πόλη και η Γαλήνια Πόλη. Μια ολόκληρη αόρατη γεωγραφία που περιγράφεται με λεπτομέρειες. Εκεί επιστρέφει ο ήρωας του Σουχραβάρντι στην Αφήγηση της Δυτικής Εξορίας: στο Βασίλειο του Σαβά, στην Υεμένη, στην «απαγορευμένη περιοχή» της Ανατολής των Φώτων (4).

Η Φαντασία είναι, ως Imaginatio, ένας τρόπος σκέψης, και από μία άποψη, και είτε μας αρέσει είτε δεν μας αρέσει, ο μόνος τρόπος σκέψης. Στην καρδιά κάθε γνώσης και κάθε επιστήμης, βρίσκεται η Φαντασία. Γιατί η ίδια η ουσία του παντός είναι η Φαντασία.
Ο συνηθισμένος τρόπος σκέψης θεωρεί αυτόματα τη Φαντασία κάτι το δημιουργικό. Όμως εκείνο που πρωτίστως κάνει η Φαντασία είναι να καταστρέφει, να καταστρέφει δημιουργώντας, να καταστρέφει τη δεδομένη εικόνα του κόσμου.
Αν η «αλήθεια» είναι το παράδοξο συμβάν της φανέρωσης του άρρητου, του μη-αναπαριστώμενου, ας μην μας διαφεύγει τότε ότι αυτή η φανέρωση λαμβάνει χώρα μέσα από μορφές φανταστικές: μέσα από τις μορφές της Φαντασίας συμβαίνει κάτι που βρίσκεται πέρα από τις μορφές. Η ειδωλολατρία της σκέψης και της «μίας και μοναδικής αλήθειας» ξεκινάει τη στιγμή ακριβώς κατά την οποία ο ρόλος της Φαντασίας υποτιμάται, μπαίνει στο περιθώριο, λησμονείται.

Ο Mundus Imaginalis των κοσμολόγων, από την άλλη, είναι και αυτός ένας κόσμος αναλογιών, με τη διαφορά ότι η «κοσμολογική Φαντασία» (υπάρχουν κι εδώ διάφοροι τύποι) τείνει να αναφέρεται πάντοτε στο αισθητό, δεν το χάνει ποτέ από τα μάτια της. Ένα ανάγλυφο παράδειγμα είναι αυτά που διδάσκει τον 16ο αιώνα ο Παράκελσος στο Liber Paragranum, στο τιτάνιο εγχείρημά του να θεμελιώσει μία νέα ιατρική πάνω στην Αλχημεία, ή, για την ακρίβεια, πάνω στη Σπαγειρία: «Η μέλισσα [το μελισσόχορτο] δεν είναι μόνο στον κήπο, αλλά και στον αέρα και στον ουρανό. Ο Κρόνος δεν είναι μόνο στον ουρανό, μα και βαθιά στη γη και στον ωκεανό. Τί είναι η Αφροδίτη παρά η αρτεμισία που φυτρώνει στον κήπο σας; Τί είναι ο σίδηρος παρά ο Άρης; Δηλαδή, Αφροδίτη και αρτεμισία είναι και οι δύο παράγωγα της ίδιας ουσίας, και ο Άρης και ο σίδηρος εκδηλώσεις της ίδιας αιτίας. Τί είναι το σώμα το ανθρώπινο, παρά ένας αστερισμός των ίδιων των δυνάμεων εκείνων που διαμόρφωσαν τα άστρα στον ουρανό;».
Ο Παράκελσος έλεγε επίσης ότι η φαντασία είναι ένας ήλιος μέσα στην ψυχή του ανθρώπου (η φαντασία είναι ηλιακή ή σεληνιακή, αναλόγως) και ότι ο ουρανός είναι ένα χωράφι «στο οποίο η φαντασία του ανθρώπου ρίχνει τους σπόρους της». Η τελευταία αυτή φράση υπαινίσσεται μια απόκρυφη θεωρία για τη «δημιουργό φαντασία», τη θεωρία των ακτίνων ή θεωρία της παγκόσμιας ακτινοβολίας (5).

Στο βασικό έργο που διαπραγματεύεται τη θεωρία των ακτίνων, το De Radiis του Αλ-Κίντι (σώζεται μόνο σε λατινικά χειρόγραφα, τα παλαιότερα είναι του 12ου αιώνα), ο Άραβας φιλόσοφος εισέρχεται στο ζήτημα της Imaginatio ξεκινώντας από την κλασική διάκριση μεταξύ φύσης και τέχνης και τοποθετεί την ανθρώπινη φαντασία από την πλευρά της τέχνης: φαντασία είναι η ικανότητα να σχηματίζεις τη μορφή ενός πράγματος ως νοητική εικόνα, η οποία έπειτα θα εντυπωθεί στην ύλη μέσω του ανθρώπινου έργου, μέσω της τέχνης. Πατώντας στην ερμητική διδασκαλία για τον άνθρωπο–μικρόκοσμο σημειώνει την αναλογία που παρατηρείται ανάμεσα στη δράση της παγκόσμιας αρμονίας (του Μακρόκοσμου) και της «αναλογικής ύπαρξης» του ανθρώπου. Όπως η παγκόσμια αρμονία κινεί τα πράγματα διαμέσου των ακτίνων, κατ’αναλογία ο άνθρωπος χρησιμοποιεί νοητικές εικόνες για να δημιουργήσει και να δράσει πάνω στην ύλη, δηλαδή σε κάτι εξωτερικό ως προς τον ίδιο. Με αυτή την έννοια, οι νοητικές εικόνες είναι και αυτές ακτίνες, μέρος της παγκόσμιας ακτινοβολίας. Ο Αλ-Κίντι αναφέρεται συγκεκριμένα στο spiritus της imaginatio, στο πνεύμα της imaginatio, και υποστηρίζει ότι οι νοητικές εικόνες και τα είδωλα των πραγμάτων είναι της ίδιας φύσης (τα «είδωλα», οι ακτίνες που εκπέμπουν τα ίδια τα πράγματα, οι «ακτίνες των στοιχείων»). Το spiritus της Imaginatio παράγει «ομοιότητες» (αναλογίες), με άλλα λόγια εκπέμπει «ακτίνες». Όπως τα ίδια τα πράγματα εκπέμπουν ακτίνες, «ομοιότητες», αναλογίες, εικόνες, είδωλα, simulacra: είναι αυτή η αρχαία διδασκαλία, γνωστή από τον Δημόκριτο, που έρχεται ξανά στο φως, σε όλη της την πολυπλοκότητα, στο De Radiis. Και μετά τον Αλ-Κίντι, οι έννοιες εικόνα–είδωλο–αναλογία–simulacrum–ακτίνα, με την πολυσημία που κουβαλούν, θα εμφανιστούν σε κλασικά έργα της «κοσμολογικής Φαντασίας» όπως το De multiplicatione specierum (Περί του πολλαπλασιασμού των ειδών), όπου και η οπτική θεωρία του Ρότζερ Μπέικον.
Η θεωρία των ακτίνων ανιχνεύει την αμφίδρομη σχέση ανάμεσα στην αίσθηση και τη νόηση, στην όραση και στη φαντασία, από τη μία, και στα ίδια τα πράγματα, από την άλλη. Ακτινοβόλα, τα ίδια τα πράγματα, κινούμενα από την παγκόσμια ακτινοβολία, ακτινοβολούν στην Imaginatio και ακτινοβολούνται αυτά τα ίδια από την Imaginatio, που η ίδια είναι παρόμοιας ακτινοβόλας φύσης.

Η λέξη imaginatio, η οποία παραδοσιακά χρησιμοποιείται από τους Ερμητιστές της Ευρώπης, συνήθως μεταφράζεται ως «φαντασία», κυριολεκτικά όμως σημαίνει εικονοποίηση. Η Imaginatio αναφέρεται στην «αυτόνομη φαντασία», στη φαντασία ως δύναμη του μικρόκοσμου, και διακρίνεται από την απλή υποκειμενική «φαντασία», την παραγωγή «φαντασμάτων» που έχουν εφήμερη ύπαρξη και δεν υπάρχουν ανεξάρτητα από το υποκείμενο. Το ερμητικό ρητό λέει: imaginatio vera et non phantastica.
Η Imaginatio αποκαλείται και «δημιουργική φαντασία» (creative imagination) ή, καλύτερα, «δημιουργός φαντασία» (imagination créatrice, στα γαλλικά, όπου το créatrice, επίθετο και ουσιαστικό, διακρίνεται από το creative, που είναι μόνον επίθετο). Η Δημιουργός Φαντασία είναι η Φαντασία ως δύναμη του Μακρόκοσμου και του Μικρόκοσμου. Όσον αφορά τον μικρόκοσμο, ειδικότερα, ως καταλληλότερη απόδοση του όρου Imaginatio έχω προτείνει τον όρο ενορατική εικονοποίηση.
Στη Νεότερη Φιλοσοφία η δημιουργός φαντασία εμφανίζεται και με τον όρο παραγωγός φαντασία (Produktive Einbildungskraft) στον Καντ και στον Χέγκελ. Για τον Καντ η παραγωγός φαντασία είναι η πηγή των «καθαρών παραστάσεων» του χώρου και του χρόνου, σε αντίθεση με τη φαντασία που προσδιορίζεται ως reproducktive (ανα–παραγωγική) και είναι εμπειρικής φύσης, πηγή αισθητών μόνο παραστάσεων. Στον Χέγκελ, η φιλοσοφία του οποίου έχει πιο ερμητικές καταβολές (όπως πρώτος έδειξε ο Jacques d'Hondt και πιο πρόσφατα ο G.A. Magee), η παραγωγός φαντασία θεμελιακή έννοια της Αισθητικής του συλλαμβάνεται ως ενδιάμεσος τρίτος όρος ανάμεσα στο αισθητό και στο νοητό.

Αναφέρθηκα στον Καντ και στον Χέγκελ, για τον επιπλέον λόγο ότι η imaginatio της ιδεαλιστικής φιλοσοφίας θα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να βάρυνε στην επιλογή από τον Henry Corbin ενός εναλλακτικού όρου για τον Mundus Imaginalis, του όρου Μεσόκοσμος (Mesocosme). Αλλά ο Corbin δεν επινόησε (όπως νόμισαν κάποιοι) αυτόν τον όρο, τον πήρε από τον Ερμητισμό (6). Σπανιότερος, βέβαια, από τον μικρόκοσμο και τον μακρόκοσμο, ο όρος μεσόκοσμος απαντάται σε ορισμένα αλχημικά κείμενα, δηλαδή σε κείμενα που δεν διαβάζει και δεν μελετά σχεδόν κανείς.
Μία αλχημική πραγματεία του 17ου αιώνα αφιερώνει έναν πίνακα, ένα συμβολικό διάγραμμα, αποκλειστικά στην έννοια του Μεσοκόσμου. Πρόκειται για το έργο που φέρει τον σημαίνοντα τίτλο Sylva Philosophorum (Δάσος των Φιλοσόφων), με τη λέξη sylva να παραπέμπει στη διπλή σημασία της αρχαίας λέξης ύλη («ύλη» και «δάσος») και συνεπώς στην Πρώτη Ύλη των αλχημιστών, στην «αρχέγονη ύλη», στο Χάος των Σοφών.
Αυτός είναι ο όγδοος πίνακας του Sylva Philosophorum και φέρει τον τίτλο Mesocosmus:



Γύρω από το διάγραμμα διαβάζουμε το ρητό: Omnibus sed paucis luceo, «Για όλους και εντούτοις για μερικούς φωτίζω».
Στο οκτάγωνο αναγράφονται οι ποιότητες των τεσσάρων στοιχείων: θερμό, υγρό, ψυχρό, ξηρό (κατά τη φορά των δεικτών του ρολογιού). Στο τετράγωνο τα τέσσερα στοιχεία: τα ενεργητικά (activa) πυρ και αήρ και τα παθητικά (passiva) ύδωρ και γη. Πυρ και γη χαρακτηρίζονται sulphurea (θειϊκά), αήρ και ύδωρ mercurialia (υδραργυρικά).
Στη βάση του τριγώνου, δύο σφαίρες: Sol και Luna, Ήλιος και Σελήνη. Από την ένωσή τους προκύπτει στην κορυφή του τριγώνου το Azoth, δηλαδή ο Υδράργυρος (μία άλλη ονομασία είναι Spiritus animatus, το «έμψυχο πνεύμα», καρπός του «αλχημικού γάμου» του spiritus και της anima, του «πνεύματος» και της «ψυχής»: του υδραργύρου και του θείου).
Και στις τρεις πλευρές του τριγώνου, που σχηματίζουν ο Sol, η Luna και το Azoth, η φράση Non est, «Μη-είναι». Άλλες τρεις γραμμές, στις οποίες αναγράφεται η λέξη Est (Είναι), συνενώνονται στο κέντρο του τριγώνου («in trigono centri»), στη σφαίρα της Φιλοσοφικής Λίθου.
Η λεζάντα (η οποία κανονικά θα έπρεπε να βρίσκεται πάνω από το διάγραμμα) γράφει: Rosa: Fac ex masculo et faemina circulum rotundum et ex eo extrahes quadrangulum. Et ex quadrangulo triangulum. Et ex triangulo fac circulum rotundum: et habebis lapidem philosophorum: (Ρόδο: Κάνε από το άρρεν και το θήλυ κύκλο και από αυτά εξάγαγε τετράγωνο. Και από το τετράγωνο τρίγωνο. Και από το τρίγωνο κάνε κύκλο: και θα αποκτήσεις τη φιλοσοφική λίθο:)

Η ίδια διδασκαλία περιέχεται σε ένα άλλο έργο της ίδιας εποχής, στην περίφημη Atalanta Fugiens του Michael Maier και συγκεκριμένα στο εικοστό πρώτο Έμβλημα:



Όπως κατά κανόνα ισχύει στα συμβολικά διαγράμματα της Αλχημείας, κάθε ένα από αυτά αποτελεί και μία σύνοψη του Έργου, του συνόλου της Ερμητικής Φιλοσοφίας. Στα διαγράμματα του Μεσόκοσμου (αν θεωρήσουμε ότι και το έμβλημα του Maier αναφέρεται κατεξοχήν στον Μεσόκοσμο, κάτι που θεωρώ βάσιμο) το κλειδί είναι ο τρίτος όρος όπως, τηρουμένων των αναλογιών, τον συνέλαβε ο Χέγκελ στην έννοια της παραγωγού φαντασίας, στα πλαίσια του Ιδεαλισμού, και όπως τον ερμήνευσε ο Corbin στα κείμενα των ισλαμικών εσωτερικών παραδόσεων. Ένας τρίτος όρος, ανάμεσα στο αισθητό και στο νοητό.

Το Έργο είναι ένας τρίτος κόσμος επειδή είναι όμοιος με τους δύο άλλους κόσμους και επειδή επανενώνει τις δυνάμεις του μακρόκοσμου και του μικρόκοσμου (Βίβλος του Ελέους, πραγματεία της σχολής του Geber)

Ο Μεσόκοσμος αποτελεί έννοια–κλειδί γιατί μας οδηγεί στην καρδιά της φιλοσοφίας, στη φιλοσοφία όπως την εννοούσαν κάποτε. Ο Αριστοτέλης, στα Μετά τα φυσικά, ορίζει την αστρονομία ως την πλησιέστερη από τις μαθηματικές επιστήμες προς τη φιλοσοφία για τον λόγο ότι η αστρονομία ασχολείται με μια ουσία που είναι και αισθητή και αιώνια (περί ουσίας αισθητής μεν αϊδίου, 1073b). Η παρατήρηση αυτή του Αριστοτέλη θα μπορούσε να μας δώσει και τον ιδανικό ίσως ορισμό της Κοσμολογικής Φαντασίας και ειδικότερα της Αλχημείας, ακριβώς επειδή η Αλχημεία ασχολείται με «ουσίες» («οντότητες») που είναι και αισθητές και αιώνιες, με άλλα λόγια και αισθητές και νοητές. Θα κατανοούσαμε τότε, επίσης, γιατί οι αλχημιστές αποκαλούνται κατά παράδοση όχι αλχημιστές αλλά Φιλόσοφοι, και γιατί η Λίθος τους ονομάζεται Φιλοσοφική Λίθος... Τί σημαίνει όταν λέμε ότι κάτι είναι «φιλοσοφικό», τί σήμαινε κάποτε.

Ο Paolo Lucarelli, ο «Τελευταίος Αλχημιστής», όπως τον αποκαλούν οι σύντροφοί του στην Ιταλία, εξέφρασε κάποτε το κρυφό, το λησμονημένο περιεχόμενο της Φιλοσοφίας με την ακόλουθη αποστροφή: «Η Αλχημεία είναι ένα όνειρο πραγματικό» (L'Alchimia è un sogno reale). Και έπαιζε, όπως πάντα, με τις λέξεις. Γιατί στα ιταλικά η λέξη reale μπορεί να σημαίνει πραγματικός, μπορεί να σημαίνει και βασιλικός. Η Αλχημεία, δηλαδή η φιλοσοφία που ασχολείται με ουσίες που είναι ταυτόχρονα αισθητές και νοητές, είναι όνειρο πραγματικό, και επειδή είναι όνειρο πραγματικό είναι όνειρο βασιλικό (7).

Χωρίς αμφιβολία το όνειρο είναι, για τους περισσότερους, η βασιλική οδός προς τον Μεσόκοσμο. Αλλά δεν είναι το όνειρο καθαυτό η πύλη του «Mundus Imaginalis», όπως δεν είναι κανένα είδος «ονειρισμού», καμία απόδραση σε φανταστικούς κόσμους, τεχνητούς παραδείσους ή «αστρικά πεδία». Η οδός, το μονοπάτι, είναι μέσω του ονείρου, εντός του ονείρου, δια του ονείρου.

Το εισαγωγικό αυτό κείμενο, αν και σχετικά μικρό σε μέγεθος διακλαδώνεται προς διάφορες κατευθύνσεις, αρκετές από τις οποίες παραμένουν εντελώς παραγνωρισμένες και ανεξερεύνητες. Θα κλείσω με κάτι που θα μπορούσε να ονομαστεί το «μυστικό», αν θέλετε, του Μεσόκοσμου. Κανείς, απ' όσο γνωρίζω, δεν έχει περιγράψει καλύτερα το μυστικό του Μεσόκοσμου, που είναι «ένα όνειρο πραγματικό», από τον Ιμπν Άραμπι (το έχω ξαναγράψει, για μένα ο Ιμπν Άραμπι είναι, μαζί με τον Γιάκομπ Μπαίμε, ίσως ο μεγαλύτερος μεταφυσικός όλων των εποχών).
Ο Ιμπν Άραμπι ονομάζει τον Μεσόκοσμο με τον όρο barzakh, λέξη η οποία στην κορανική εσχατολογία δηλώνει το εμπόδιο, το φράγμα, κατ' επέκταση το σύνορο, και στους Σούφι έχει τη σημασία του «ενδιάμεσου κόσμου», του Μεσόκοσμου. Πιο πάνω ειπώθηκε ότι ο οραματιστής του Μαλακούτ, του Μεσόκοσμου, θεάται τα πράγματα αυτού εδώ του κόσμου, αλλά τα θεάται όπως αυτά είναι στον Μεσόκοσμο. Για τον Ιμπν Άραμπι ο Μεσόκοσμος έχει αυτή την υφή, είναι ο κόσμος όπου καθετί το οποίο στον κόσμο της αισθητηριακής αντίληψης εμφανιζόταν άψυχο ζωντανεύει.
Για να υπαινιχθεί την παράδοξη πραγματικότητα του Μεσόκοσμου, ο Ιμπν Άραμπι χρησιμοποιεί ένα παράδειγμα από την καθημερινή εμπειρία. Αναφέρομαι σε ένα κείμενο που έχει αποθησαυρίσει ο Henry Corbin στο εξαιρετικό βιβλίο που αναφέρθηκε ήδη (8). Πρέπει να σημειώσω εδώ, χωρίς να επεκταθώ, ότι έχω την αίσθηση ότι ο Corbin δεν κατάφερε να εντοπίσει την απώτερη πηγή αυτών των παράξενων δοξασιών, πηγή η οποία μάλλον είναι αρκετά διαφορετικής φύσης, στον τύπο του κοσμολογικού Mundus Imaginalis που περιέγραψα προηγουμένως και όχι στον τύπο του οραματικού Mundus Imaginalis.
Η αναλογία λοιπόν που επικαλείται ο Ιμπν Άραμπι είναι απλοϊκή αλλά σοφή και για ορισμένους ενδεχομένως και αποκαλυπτική. Θα μπορούσε να ρίξει κάποιο φως ακόμη και στα αινίγματα που ταλανίζουν την «ουφολογία» (τη σχέση μας, κατά βάθος, με το «υπερφυσικό»), αν βέβαια υπάρχει ουφολογία και όχι απλώς μεταμφιεσμένη προπαγάνδα, αν με δύο λόγια υπάρχει έρευνα, καθώς η έρευνα, όπως αποδεικνύεται συνεχώς, είναι κάτι το σπάνιο, πιο σπάνιο απ' όσο πολλοί φαντάζονται.
Σύμφωνα λοιπόν με τον Ιμπν Άραμπι, ο Μεσόκοσμος είναι σαν αυτό που βλέπουμε όταν στεκόμαστε απέναντι από μία φωτεινή πηγή και μισοκλείνουμε τα μάτια. Εμφανίζονται τότε φωτεινές ακτίνες που μεγαλώνουν και μικραίνουν αναλογα με τον τρόπο που ανοιγοκλείνουμε ή τρεμοπαίζουμε τα μάτια. Ο «Κόσμος της Εικόνας» είναι σαν αυτές τις ακτίνες: οι ακτίνες δεν είναι πραγματικές, αλλά η πηγή του φωτός από την οποία αυτές προέρχονται είναι πραγματική...

Ίσως θα πρέπει να ξανασκεφτούμε το ερμητικό ρητό. Omnibus sed paucis luceo: δεν θα μπορούσε να είναι η επιγραφή στο Σπήλαιο του Πλάτωνα, στην είσοδο–έξοδο;

Δημήτρης Τσουμάνης


Σημειώσεις

1). Matila C. Ghyka, Il Numero d'Oro, Arkeios, 2009, σ. 403. Το βιβλίο αυτό είναι από τις πιο σημαντικές μελέτες όχι μόνο του Πυθαγορισμού αλλά των μεσογειακών εσωτερικών παραδόσεων εν γένει. «Ανάμεσα στη στάση του οραματιστή και εκείνη του εκούσιου τυφλού, υπάρχει θέση για μία γεωδαιτική γραμμή της σκέψης» γράφει ο ίδιος για τη μέθοδό του.
(2). Από τη βιβλιογραφία για τη βυζαντινή τέχνη θα ξεχωρίσω εδώ μία συλλογή κειμένων με τον σημαίνοντα, αν όχι κωδικό, τίτλο Περί Ύλης και Τέχνης (Αθήνα, 1971, επιμέλεια: Χρήστος Γιανναράς). Η γλώσσα που χρησιμοποιείται είναι υποδειγματική. Παραθέτω τους τίτλους τριών από τα οκτώ δοκίμια του τόμου: «Ο άνθρωπος ως Εικόνα και Μυστήριο», «Δημιουργία–ΣάρκωσηΜετάφραση» (και τα δύο του A. M. Allchin) και «Η εικόνα ως μυστηριακή παρουσία» (C. E. Putnam). Ο Φίλιπ Σέραρντ σημειώνει στο δικό του δοκίμιο για την τέχνη της Εικόνας ότι «οι πνευματικές πραγματικότητες έχουν ένα καθορισμένο μορφολογικό ισοδύναμο, ορισμένους σταθερούς κανόνες αναλογίας» (σ. 29) καθώς και ότι υπάρχει μια επιστήμη των τύπων τόσο ακριβής όσο τα μαθηματικά ή η αστρολογία (σ. 31).
(3). Παρατίθεται από τον Henry Corbin στο Corps spirituel et Terre céleste, β΄ έκδοση αναθεωρημένη, 1979, σ. 109.
(4) Βλ. στο τεύχος 128 του Strange το κείμενο του Σουχραβάρντι Αφήγηση της Δυτικής Εξορίας, σε μετάφραση και σχόλιά μου, καθώς και το συνοδευτικό άρθρο μου Υεμένη, Η Απαγορευμένη Περιοχή.
(5). Βλ. το άρθρο μου Το Απόκρυφο Τρίτο Μονοπάτι της Αλχημείας (Strange 139).
(6). Ο Corbin μελέτησε τη συμβολική γλώσσα των Ερμητιστών της Ευρώπης με σκοπό όχι να μεταφράσει απλώς αλλά να ερμηνεύσει την αντίστοιχη ερμητική γλώσσα των Περσών. Ερευνώντας την ιρανική αλχημεία, ανακάλυψε στην Imaginatio ένα «όργανο μεταστοιχείωσης του αισθητού». Βλ. τον τόμο με τον χαρακτηριστικό τίτλο L'Alchimie comme Art Hiératique (Η Αλχημεία ως Ιερατική Τέχνη) που εκδόθηκε από τον οίκο L'Herne το 1986.
(7). Είναι γνωστή η θέση του Φρόιντ ότι το όνειρο είναι η βασιλική οδός προς το Ασυνείδητο μια κάθοδος, κατ' εικόνα αλλά όχι καθ' ομοίωση της μυητικής Καθόδου στον Άδη, τα μυστικά της οποίας προσπάθησε να ξεκλειδώσει, και εν μέρει μόνο τα κατάφερε, ο σημαντικότερος επίγονος του Γιουνγκ, ο James Hillman, σε ένα έργο πολεμικής, το The Dream and the Underworld (1979), όπου παίρνει τις αποστάσεις του τόσο από τον Φρόιντ όσο και από τον Γιουνγκ.
(8). Corps spirituel et Terre céleste, σ. 170-1.



Μια πρώτη μορφή αυτού του κειμένου, πιο σύντομη, είχε δημοσιευθεί εδώ με τίτλο Μεσόκοσμος, Μικρή εισαγωγή στο βασίλειο της Imaginatio.

6.9.12

Ένα καλοκαίρι στην προσωκρατική Ελλάδα

έργο του Κώστα Μάρκου

Δεν είναι επειδή αλλάζεις εσύ, αλλά επειδή ο κόσμος αλλάζει αλλάζεις και εσύ.

Οι εποχές του κόσμου.

Όταν χαθήκαμε στο δάσος παιδιά για να φτάσουμε το ανθισμένο δέντρο της κορυφής.

Τα μικρά τσοπανόσκυλα, ενός μηνός ζωή. Στα μάτια τους προβάλλει το δάσος, τα χρώματα του ελάτου και του πεύκου, ο άνεμος του βουνού και ο λευκός χειμώνας.

Πομπή των εντόμων, εργασίες εν όψει του φθινοπώρου. Η Ιερά Οδός των μυρμηγκιών, το δικό τους ηλιοστάσιο στον πάνω κόσμο.

Κάτω από τη βελανιδιά μια κοιμωμένη μορφή. Ο ύπνος εκείνος που είναι μίμηση του θανάτου.

Μορφέας, και Θάνατος. Το έμβλημα μιας μυστικής φιλοσοφίας του Τόπου.

Μα εσύ έχεις ήδη ζήσει στην Ελλάδα...

Βαθιά κάτω από τα πέτρινα αρχοντικά, είναι κρυμμένοι οι τάφοι εκείνων των παλαιών γενών που δεν έχουν όνομα. Έχουν ανοιχθεί και έχουν ξανασκεπασθεί αρκετές φορές. Να τους πεις Πελασγούς ή Μολοσσούς, μικρή σημασία έχει. Εδώ ήταν τα σπίτια τους, το χωριό τους, στους λόφους γύρω ήταν τα δικά τους ιερά και στα μονοπάτια τα δικά τους οδόσημα. Κανείς δεν μιλάει ποτέ για αυτούς.

Σκηνές από την Αποκάλυψη και τη Βίβλο. Έργα των Καπεσοβιτών ζωγράφων. Ουράνιες χορωδίες, πάντα τα άστρα, επίγειοι χοροί, βασιλικά δείπνα, δράκοντες και άβυσσοι. Η ίδια μείξη του χθόνιου και του ουράνιου στα ξυλόγλυπτα, στο τέμπλο και στον δεσποτικό θρόνο.
Γράφει ο Albert Grenier για την τέχνη των Ετρούσκων: «Τα γήινα ή θαλάσσια τέρατα που βρίσκονται εκεί ζωγραφισμένα κατοικούν στην Κόλαση ή απλώς είναι διακοσμητικά θέματα που προέρχονται από την ελληνική τέχνη; Οι σκηνές των συμποσίων, οι χοροί, η μουσική, τα κάθε είδους παιχνίδια, εκτυλίσσονται στην Κόλαση ή στη Γη;». Καταλαβαίνει κανείς τη διαφορά;

Μια πύλη άνοιξε προς έναν κόσμο που έμοιαζε οριστικά χαμένος όταν άκουσα την ιστορία ενός ανθρώπου. Από κάποιον που δεν γνωρίζει για τί ακριβώς μιλά – αν γνώριζε, θα σιωπούσε. Ας εκπλαγούν οι ιστορικοί: οι σέκτες του Βυζαντίου δεν έχουν εντελώς εξαφανιστεί. Τις ιδιότυπες πρακτικές των αρχαίων Γνωστικών συνέχισαν κάποιοι να τελούν εν κρυπτώ, στα χωριά, και ίσως συνεχίζουν ακόμη. Κατά μόνας.
Πού οδηγεί ο κρυφός βίος αυτού του ανθρώπου, που όλοι σέβονταν και αγαπούσαν; Οι πηγές υποδεικνύουν το πρώτο μισό του 14ου αιώνα, και τη σέκτα που ίδρυσε ο Λάζαρος, μοναχός του Αγίου Όρους και πρώην Βογόμιλος. Η βασική διδασκαλία: η γυμνότητα είναι το καλύτερο μέσο για να ξαναβρούν οι άνθρωποι την κατάσταση πριν από την Πτώση.

H ώρα του μεσημεριού. Φλόγες τρέχουν γύρω μας, νερό που δεν βρέχει τα χέρια.

Terra illuminata.

Εδώ χορεύονται ακόμη οι παλιοί χοροί και η μουσική ακολουθεί τους παλιούς της δρόμους. Οι χορευτές γνωρίζουν τον τρόπο. Τα βήματα υπακούουν τους κανόνες μιας τέχνης που είναι μετρητική και αυτοσχεδιαστική συνάμα. Γιατί; Ο χορός, αυστηρός και αυθόρμητος, αυθόρμητος και αυστηρός, μιμείται την κίνηση των πλανητών.

Η Άρκτος ανατέλλει πάνω από το βουνό.

Η αρκούδα πρώτα ήταν γυναίκα, λέει με απλότητα η γερόντισσα. Μαζί της ζωντανεύουν οι αρχέτυποι, οι αρχέτυποι της Παλαιάς Ευρώπης.
Θυμάμαι την Dyrenkova, που γράφει ότι για τα αρχαία εκείνα γένη «η αρκούδα είναι ένας αρχαίος άνθρωπος, ή ο άμεσος πρόγονος, ο πατέρας όλων των ανθρώπων, ή ο μητρικός θείος, ή ο πατρικός, ο παππούς, η γιαγιά, ο πατέρας».

Και θυμάμαι πάλι εκείνον τον βοσκό, που απάντησε «Έφεξε...Νύχτωσε» όταν τον ρώτησαν για τη ζωή, για τη ζωή του. Έφεξε, νύχτωσε.
Αν ήξερε ο Emanuele Severino ότι υπάρχουν ακόμη εκείνοι που ενσαρκώνουν την άλλη φιλοσοφία, την αενάως αναζητούμενη. Ότι υπάρχουν ακόμη ανάμεσά μας κάτοικοι της προσωκρατικής Ελλάδας...

Αλλά εδώ δεν είναι που, πρώτος απ' όλους, θα έπρεπε να έχει ανεβεί ο Μάρτιν Χάιντεγκερ, σε μια περιπέτεια παράλληλη, δραπετεύοντας από εκείνη την κρουαζιέρα στην Ελλάδα των Ρομαντικών, που τόσο τον απογοήτευσε;
Να γίνει εδώ μάρτυρας αυτού του φωτός, του φωτός που αρμόζει το γεφύρι στον ποταμό, και τον ποταμό στο γεφύρι.

Φως συνέχει το παν, γαλήνιο και πύρινο κάλλος.

Αυτά τα ίχνη, και τα ίχνη που σβήνουν. Το μυστικό Βασίλειο που διαιωνίζεται, κρυφά.

...were gates and containers, intermediations of light;
geography breathing geometry, the double-fledged Logos
(Charles Williams, Taliessin through Logres)

Το βουνό κρύβεται στην ομίχλη. Και η πλαγιά, κούφια σπηλιά, λάμπει με τις λυχνίες αυτής της άλλης Νύχτας.
Δημήτρης Τσουμάνης