2.5.13

Επινόηση της «χαμένης γνώσης»: η περίπτωση των leys (ley lines)


1. Ο Alfred Watkins και τα Αρχαϊκά Μονοπάτια

Για πολύ καιρό πιστευόταν και παραμένει ακόμα διαδεδομένο – ότι είναι ο Βρετανός αρχαιοδίφης Alfred Watkins (1855-1935) εκείνος που «ανακάλυψε» τα λεγόμενα leys ή ley lines, σύμφωνα με την πιο συνηθισμένη αλλά όχι και πολύ σωστή ονομασία. Η πραγματικότητα είναι αρκετά διαφορετική. Πολύ πριν από τον Watkins, από τον 18ο αιώνα τουλάχιστον, στην Ευρώπη και στην Αμερική, είχαν διατυπωθεί διάφορες απόψεις σχετικά με τις ευθυγραμμίσεις αρχαίων μνημείων. Η έρευνα των Nigel Pennick και Paul Devereux (Lines on the landscape: Leys and other linear enigmas, 1989) έφερε στο φως τα έργα διαφόρων μελετητών που είχαν καταθέσει συγκροτημένες απόψεις για το ζήτημα. Οι William Henry Black, Francis J. Bennett, Ludovic MacLellan Mann, John Fraser, και άλλοι, υπήρξαν άμεσοι πρόδρομοι του Watkins, για να περιοριστούμε μόνο στη Βρετανία, και χωρίς να αναφέρουμε εκείνους που ερευνούσαν παράλληλα με τον Watkins, σε άλλες χώρες.
Αλλά και το έργο του Watkins θα είχε καταδικαστεί σε μια παρόμοια λήθη, ή θα παρέμενε ένα αντικείμενο πολύ περιορισμένου ενδιαφέροντος, χωρίς την παρέμβαση του συγγραφέα John Michell. Η διαδεδομένη εντύπωση ότι ο Watkins «ανακάλυψε» τα leys οφείλεται στον Michell και στο βιβλίο του The View over Atlantis (1969), ένα βιβλίο θρυλικό για τους οπαδούς της «εναλλακτικής» αρχαιολογίας, το οποίο σημάδεψε τις απαρχές του κινήματος που έγινε γνωστό με την ονομασία Earth Mysteries.

Ο Alfred Watkins δεν υπήρξε λοιπόν ο πρώτος. Αν και ξεκίνησε σε μεγάλη ηλικία, αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στη συστηματική έρευνα των ευθυγραμμίσεων και αυτό είναι που τον διακρίνει από τους προγενέστερους. Θα λέγαμε ότι είναι ο τελευταίος μιας νοητής σειράς. Καθώς η τροπή που πήρε το ζήτημα κατά τη μεταπολεμική εποχή οδήγησε σε πολύ διαφορετικές κατευθύνσεις, τέτοιες που ο Watkins και οι dilettantes του 19ου αιώνα δεν θα αναγνώριζαν καθόλου.
Ακόμα και η ονομασία leys είναι κάτι που ο Watkins απέρριψε στην πορεία. Όταν επινόησε τη λέξη ley(s) (και όχι ley lines), είχε κάποιες επιφυλάξεις. Στο τελευταίο του βιβλίο με τίτλο Archaic Tracks Round Cambridge (1932), τον πιο ώριμο καρπό της έρευνάς του, εγκαταλείπει τη λέξη ley και στη θέση της χρησιμοποιεί απλώς τη λέξη track ή τη λέξη alinement (επιμένοντας στη γραφή αυτή: alinement αντί για alignment).
Ο όρος ley επικράτησε εξαιτίας της επιρροής του βιβλίου του John Michell, που γράφτηκε με αναφορά τα πρώτα βιβλία του Watkins, τα Early British Trackways (1922) και The Old Straight Track (1925). Το Archaic Tracks Round Cambridge, το πιο ολοκληρωμένο έργο του Watkins, απουσιάζει από το The View over Atlantis.

Το αντικείμενο της έρευνας του Alfred Watkins μπορεί να οριστεί συνοπτικά ως εξής: ευθυγραμμίσεις προϊστορικών τοποθεσιών που σημαδεύουν εμπορικά-ταξιδιωτικά μονοπάτια και υποδεικνύουν την ύπαρξη ενός οργανωμένου πεζοπορικού δικτύου μεγάλης κλίμακας. Φυσικά και τεχνητά στοιχεία λειτουργούν ως οδόσημα, ως «σημεία πλοήγησης». Παρά τα (φαινομενικά) εμπόδια που ορθώνονται στη διαδρομή του, ο ταξιδιώτης που γνωρίζει τον τρόπο με τον οποίον λειτουργεί το δίκτυο – με ευθείες – χρησιμοποιεί τα οδόσημα για να κατευθύνει τη γραμμή της όρασης και έτσι δεν χάνει τον δρόμο του.
Αυτή είναι με λίγα λόγια η έννοια του Old Straight Track που διαμόρφωσε ο Watkins. Αν εννοηθεί σωστά, υποδεικνύει κατ' αρχάς ότι είναι δυνατός ένας άλλος τρόπος να συσχετισθούν τα μορφολογικά στοιχεία ενός locus: να αντιμετωπιστούν ως οδοδείκτες που σχηματίζουν νοητές γραμμές «σκόπευσης», γραμμές από sight-marks, σύμφωνα με την ορολογία του Watkins. Στην πράξη, οφείλει κανείς να συμπεριλάβει οδόσημα διαφόρων εποχών και όχι μόνο κατάλοιπα προϊστορικών μνημείων. Μια εκκλησία, ένα κάστρο, στέκει εκεί όπου κάποτε έστεκε ένας αρχαίος ναός, ένας αρχαϊκός τάφος, και σημαδεύει την οδοιπορία – σημάδι και σταθμός. Ένα κελτικό μονοπάτι κρύβεται κάτω από τη ρωμαϊκή οδό. Κάθε διαδρομή γίνεται αντιληπτή σαν παλίμψηστο, πάνω στο οποίο έχουν αφήσει τα ίχνη τους κάθε είδους ταξιδιώτες, είτε αυτοί αντιλαμβάνονταν το δίκτυο στην ολότητά του, είτε ένας μέρος του, είτε δεν έβλεπαν πλέον τίποτα άλλο από απλά μονοπάτια και δρόμους, διάσπαρτα ερείπια, τύμβους, τάφρους και φρυκτωρίες, και απομονωμένους ορθόλιθους.

Υποτίθεται, σύμφωνα με όσα αφηγείται ο ίδιος ο Watkins [1], ότι η ιδέα των leys προέκυψε εντελώς αυθόρμητα, χωρίς ο ίδιος να γνωρίζει τις σχετικές θεωρίες. Και ακόμη, ότι παρέμεινε εξίσου αδαής κατά τις πρώτες έρευνες μετά την ανακάλυψη. Δεν είναι δυνατόν να γνωρίζουμε αν λέει την αλήθεια, το έργο του όμως επιβεβαιώνει τα όσα γράφει στο εισαγωγικό κεφάλαιο του Archaic Tracks Round Cambridge: «Ο παραπάνω σκελετός, σαν σκαλωσιά ενός πελώριου οικοδομήματος, δεν βρισκόταν εκεί από την αρχή της έρευνάς μου, αλλά αναπτύχθηκε μέσα από συσσωρευμένες ενδείξεις».
Εν πάση περιπτώσει, ο Watkins έγινε γνωστός ως εκείνος που ανακάλυψε τα leys σε μια αιφνίδια εμπειρία «φώτισης». Στα χέρια του John Michell, ο Watkins μεταμορφώθηκε σε ένα ιδιαίτερο ον που εισήλθε στον μαγικό κόσμο της προϊστορικής Βρετανίας σπάζοντας το φράγμα του χρόνου, μέσα σε μια στιγμή «υπερβατικής αντίληψης» (transcendant perception, αθώος υπαινιγμός στο second sight, το «διπλό μάτι»). Αλλά για να φιλοτεχνηθεί αυτό το πορτρέτο ήταν αναγκαίο να παραλειφθεί μια σημαίνουσα λεπτομέρεια:

One hot summer afternoon in the early 1920s Alfred Watkins was riding across the Bredwardine hills about 12 miles west of Hereford. On a high hilltop he stopped, meditating on the view below him. Suddenly, in a flash, he saw something which no one in England had seen for perhaps thousands of years. [2]

Με αυτές τις φράσεις ξεκινά ο Michell την αφήγηση της «εμπειρίας του Watkins» στο The View over Atlantis. Ο ταξιδιώτης διακόπτει την πορεία του στην εξοχή και στέκεται στην κορυφή ενός λόφου στοχαζόμενος τη θέα που απλώνεται. Ξαφνικά και αστραπιαία, το βλέμμα του διαπερνά την επιφάνεια του τοπίου, αποκαλύπτεται το πανάρχαιο δίκτυο των γραμμών.
Αυτός κατέληξε να είναι ο στερεότυπος τρόπος αφήγησης της «αποκάλυψης» των leys. Επαναλαμβάνεται από βιβλίο σε βιβλίο, και τον υιοθετεί με ευκολία ο Colin Wilson [3]. Αλλά η δημοσιότητα που πήρε το θέμα, υποχρέωσε τον Michell να προσθέσει τη λεπτομέρεια, που εμφανώς είχε επιλέξει να παραλείψει, στην αναθεωρημένη και τελική έκδοση του The View over Atlantis, που εκδόθηκε το 1983 με τον τίτλο The New View over Atlantis. Υπογραμμίζω με πλάγιους χαρακτήρες:

One hot summer afternoon, 20 June 1921, Alfred Watkins was at Blackwardine in Herefordshire. On a high hilltop he stopped and looked at his map before meditating on the view below him. Suddenly, in a flash, he saw something which no one in England had seen for perhaps thousands of years. [4]

Αυτή η λεπτομέρεια αλλάζει όλο το νόημα και καταστρέφει την εντύπωση της αιφνίδιας φώτισης που ήθελε να προσδώσει ο Michell: πριν από την ενατένιση της θέας που προκάλεσε την «αποκάλυψη» των leys, ο Watkins συμβουλεύτηκε τον χάρτη. Ώστε εύλογα θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι η «θέαση» των leys όχι μόνο δεν υπήρξε το αποτέλεσμα μιας υπερβατικής εμπειρίας αλλά προέκυψε ως μια απλή χαρτογραφική ψευδαίσθηση... Ένα τέτοιο συμπέρασμα δεν θίγει την όποια εμπειρία του Watkins, αλλά το πλαίσιο μέσα στο οποίο επιχείρησε να την εγγράψει ο Michell. Ο ίδιος ο Watkins γράφει απλώς ότι:

A visit to Blackwardine led me to note on the map a straight line starting from Croft Ambury, lying on parts of Croft Lane past the Broad, over hill points, through Blackwardine, over Risbury Camp, and through the high ground at Stretton Grandison, where I surmise a Roman station... κτλ. [5]

Καμία υπερβατική εμπειρία του τύπου εκείνου που παρουσιάζεται στο The View over Atlantis. Αλλά μια καθαρά ανιχνευτική διαδικασία αμφίδρομου χαρακτήρα: από τον χάρτη στο τοπίο, από το τοπίο στον χάρτη. Αυτό το στοιχείο, η παρουσία του χάρτη από την πρώτη κιόλας στιγμή που συλλαμβάνεται η ιδέα των ευθύγραμμων μονοπατιών, κατ' επέκταση η χαρτογραφική αντίληψη, είναι κάτι που πρέπει να συγκρατήσουμε. Είναι θεμελιώδες συστατικό στοιχείο της έρευνας του Watkins, και – με πολύ διαφορετικό περιεχόμενο – των διαφόρων θεωριών περί ley lines και άλλων «γραμμών».

Αλλά γιατί ο Michell παρουσιάζει κατ' αυτόν τον τρόπο τον Watkins; Είναι ένα ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί, πριν προχωρήσουμε, γιατί σχετίζεται άμεσα με το ευρύτερο πλαίσιο του ζητήματος και με το ουσιαστικό του υπόβαθρο.


2. Ο William Stukeley και η μεγαλιθική Γη

Για να κατανοήσει κανείς το όλο εγχείρημα του Michell, πρέπει να γυρίσει προς τα πίσω και να σταθεί σε μια εμβληματική μορφή, τον William Stukeley. Είναι από τους πρώτους, αν όχι ο πρώτος, στη νοητή σειρά των αρχαιοδιφών που καταλήγει στον Watkins. Πιονιέρος της έρευνας των μεγαλιθικών μνημείων, ήταν εκείνος που παρατήρησε για πρώτη φορά ευθυγραμμίσεις στις παρυφές του Στόουνχεντζ.
O αιδεσιμότατος William Stukeley (1687-1765), γιατρός που κατέληξε κληρικός της Εκκλησίας της Αγγλίας, υπήρξε ο ιδρυτής της εταιρείας των Equites Romani, των Ρωμαίων Ιπποτών, που είχε ως σκοπό την καταγραφή και τη διατήρηση των καταλοίπων της ρωμαϊκής περιόδου της Βρετανίας. Κάθε Ιππότης έπαιρνε ένα όνομα κελτικό ή ρωμαϊκό, ενώ ο ίδιος ο Stukeley ήταν ο Αρχιδρυΐδης: Chyndonax the Arch-Druid. Ο νεοδρυϊδισμός και η «κελτομανία» (Celtomania) έχουν τις απαρχές τους στον Stukeley. Προσχώρησε ακόμη στον Ελευθεροτεκτονισμό, κατά την εποχή που άρχιζε η επίσημη συγκρότηση των Στοών, και βρήκε εκεί διάφορα στοιχεία για την επιβεβαίωση της θεωρίας του. Πίστευε στην ύπαρξη μιας παγκόσμιας θρησκείας, μιας πρωταρχικής θρησκείας πατριαρχικού τύπου. Η παγκόσμια ιστορία δεν είναι παρά η ιστορία της ακμής και της παρακμής, των διαδοχικών πτώσεων και παλινορθώσεων της ιερής αυτής γνώσης, της «ιερής επιστήμης». Οι παλίρροιες της μυστικής ιστορίας της ανθρωπότητας κινούνται σπειροειδώς στις πιο διαφορετικές κατευθύνσεις: οι Δρυΐδες είναι απόγονοι των Φοινίκων, που διατήρησαν την αγνή μορφή της θρησκείας του Αβραάμ, η οποία δεν είναι άλλη από την αρχέγονη χριστιανική θρησκεία. Εξοπλισμένη με υψηλές γνώσεις, αυτή η περιπλανώμενη ιερατική κάστα των φιλοσόφων παλινορθώνει και ανοικοδομεί την πατριαρχική θρησκεία όπου βρεθεί. Οι ειδικές της αποστολές, που καλύπτονταν από άκρα μυστικότητα, αποτελούν το μεγάλο μυστικό της Ιστορίας.

Αλλά πρέπει να σημειώθεί ότι οι ιδέες αυτές, πέρα από τις διάφορες μορφές που πήραν στο προτεσταντικό περιβάλλον μέσα στο οποίο αναπτύχθηκαν, και πέρα από το κελτικό στη βρετανική περίπτωση επίχρισμα, δεν έχουν τις ρίζες τους στον Βορρά αλλά στον Νότο. Οι ρίζες βρίσκονται στην «Αιώνια Πόλη», στους Ιησουίτες, και, πιο πίσω, στους πρωτεργάτες της Αναγέννησης, και, πιο βαθιά, στους βυζαντινούς λογίους φτάνοντας ως την ελληνιστική εποχή, στην ελληνική οικουμένη και τις μεγάλες Βιβλιοθήκες.

Παράλογη μόνο αν ιδωθεί έξω από το πλαίσιο της εποχής, η θεωρία του Stukeley επηρέασε τις απαρχές του Βρετανικού Ρομαντισμού. Το μαρτυρεί η ποίηση του Γουίλλιαμ Μπλέηκ, τα όραματα της Νέας Ιερουσαλήμ και του γίγαντα Albion, του φύλακα (του genius loci) της Βρετανίας.

Το βρετανικό τοπίο, στα μάτια του Stukeley, ήταν γεμάτο από τα πανάρχαια ιερά σύμβολα των Δρυίδων. Ιερή αρχιτεκτονική και ιερή γεωγραφία. Η αρχέγονη θρησκεία, που κάποτε ήταν κτήμα όλης της ανθρωπότητας, απλωμένη παντού στη γη, είχε αποτυπωθεί ανάγλυφα στους τόπους και οι τόποι αντανακλούσαν το πνεύμα της.

Οι διαφορετικές αυτές όψεις που συνθέτουν την προσωπικότητα του William Stukeley, φανερώνουν ένα ιδιαίτερο είδος λογίου, του οποίου ο ίδιος υπήρξε η πρώτη ενσάρκωση στον αγγλοσαξωνικό χώρο. Βέβαια, η μορφή του αρχαιοδίφη είχε ήδη ενσαρκωθεί από προσωπικότητες όπως ο Elias Ashmole (1617-1692). Αλλά ο Ashmole είναι το πρότυπο του συλλέκτη, η βιβλιοθήκη-μουσείο είναι ο ιδεώδης χώρος του. Ενώ ο χώρος του Stukeley είναι το τοπίο και τα ιερογλυφικά του, το απτό κρυπτόγραμμα της προγονικής μνήμης.
Η κοσμοθεωρία του Stukeley μπορεί να αναχθεί σε τρία βασικά δομικά στοιχεία. Η διάκριση που προτείνω συνοψίζεται σε τρεις έννοιες: παγκοσμιότητα–εντοπιότητα–μυθοποιητική λειτουργία. Η παγκοσμιότητα, σημαίνει την ενιαία ιστορία της ανθρωπότητας, απόρροια της μεταφυσικής ενότητας. Σε μεθοδολογικό επίπεδο, η έννοια της παγκοσμιότητας επιτρέπει την συγκριτική μελέτη των θρησκειών, των εθίμων, των γλωσσών και των τεχνών των διαφόρων λαών, σε αναζήτηση του κοινού υπόβαθρου, το οποίο και συνιστά τη «χαμένη γνώση». Η εντοπιότητα, υπό το πρίσμα της μεταφυσικής ενότητας, σημαίνει τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο διαμορφώνεται ιστορικά ένας λαός μέσα στο πεδίο της παγκοσμιότητας. Η εντοπιότητα διαφυλάσσεται και συνάμα αποκαλύπτεται στην ιερή γη των προγόνων. Το τρίτο στοιχείο, η μυθοποιητική λειτουργία, είναι το μέσο εκείνο που επιτρέπει τη διπλή πρόσβαση στην εντοπιότητα και στην παγκοσμιότητα, και μια αμφίδρομη κίνηση από τη μία στην άλλη. Με τέτοιο τρόπο που μπορεί κανείς να είναι ταυτόχρονα χριστιανός και δρυΐδης, Κέλτης και Ρωμαίος. Τα πολλά ανάγονται στο Ένα. Αυτό είναι το κρυμμένο νόημα της Ιστορίας.

Τα τρία αυτά θεμελιώδη στοιχεία της κοσμοθεωρίας του Stukeley εντοπίζονται αυτούσια στο The View over Atlantis, μέσα στην ειδική μορφή που τους προσέδωσε ο John Michell. Γενικά το έργο του Michell εντάσσεται σε αυτό που ο ίδιος αποκαλεί «μεγαλιθική αναβίωση» (megalithic revivalism) και το ανάγει στον William Stukeley [6].

Τώρα μπορεί να απαντηθεί το ερώτημα που τέθηκε: γιατί ο Michell παρουσιάζει στο βιβλίο του τον Watkins με τον τρόπο που τον παρουσιάζει; Γιατί ακριβώς ο ρόλος του Alfred Watkins πρέπει να αναδειχθεί ως ουσιαστικό μέρος αυτής της «μυστικής ιστορίας» που σχηματίζεται μέσα στις σελίδες του The View over Atlantis. Η ανακάλυψη των leys δεν θα πρέπει να θυμίζει σε τίποτα μια «τυχαία» ανακάλυψη που έγινε μια ωραία ημέρα στην εξοχή, όταν ένας ηλικιωμένος κύριος που ξεκουραζόταν πάνω σε έναν λόφο έριξε μια απλή ματιά στον χάρτη του. Η ανακάλυψη των leys πρέπει να είναι μια αποκάλυψη, μια πρώτη αποκάλυψη πίσω από την οποία κρύβονται άλλα, μεγαλύτερα μυστήρια.
Ο Michell βέβαια γνώριζε ότι δεν θα μπορούσε να ωθήσει τα πράγματα πέρα από κάποιο όριο. Η θεωρία του Watkins δεν επιτρέπει κάτι τέτοιο. Προσπαθεί εντέχνως να παρουσιάσει ως πειστική την υπόθεση ότι ο Watkins διαισθανόταν πως τα leys ήταν κάτι παραπάνω από ένα δίκτυο μονοπατιών, πως είχαν μια άλλη, απόκρυφη σημασία (σ. 14-16). Αλλά ως εκεί. Ο Michell είναι αναγκασμένος να σημειώσει ότι ο Watkins έτεινε να μην διακρίνει στα leys κάτι περισσότερο από secular trade routes, από κοσμικές («βέβηλες» δηλαδή) εμπορικές διαδρομές (σ. 12). Έτσι, αφού φιλοτεχνήσει το όχι και τόσο πιστό πορτρέτο του «πατέρα» των leys, εγκαταλείπει ουσιαστικά τον Watkins και τη θεωρία του και αναλαμβάνει ο ίδιος τα ηνία. Η «ανακάλυψη» του Watkins δεν είναι παρά ο πρόλογος στην «αποκάλυψη» των leys, αποκάλυψη στην οποία είναι επιφορτισμένος να εισαγάγει τον αναγνώστη ο ίδιος ο Michell.

3. Η κατασκευή του μύθου της χαμένης γνώσης: από τα leys στις γραμμές ley

Όχι, μας λέει ο Michell, τα leys δεν είναι ένα τοπικό φαινόμενο απλώς (η εντοπιότητα οδηγεί στην παγκοσμιότητα). Και όχι μόνο, αλλά επιπλέον τα leys δεν ήταν ένα απλό τεχνικό έργο κάποιων πρωτόγονων φυλών. Καθώς υπάρχουν ίσως άλλες δυνάμεις, η ακριβής φύση των οποίων έχει πια ξεχαστεί, που ήταν κάποτε γνωστές στους ανθρώπους του απώτερου παρελθόντος (σ. 18). Τα leys ήταν μέρος ενός τιτάνιου έργου, απλωμένου σε ολόκληρο τον πλανήτη. Μια τεράστια μεγαλιθική κατασκευή, που αποτελούσε ένα σπουδαίο «επιστημονικό όργανο» (σ. 69), κάλυπτε τη γήινη σφαίρα. Ο προϊστορικός πολιτισμός θεμελιώθηκε πάνω στον «παγκόσμιο έλεγχο» των αόρατων ρευμάτων που κινούνται στην επιφάνεια της Γης, των πεδίων της βαρύτητας και της ηλεκτρομαγνητικής ενέργειας (σ. 166). Η Γη αντιμετωπιζόταν σαν ένα οικιακό ζώο, για την υγεία και την καλή κατάσταση του οποίου ήταν υπεύθυνη η ανθρώπινη φυλή. Ιδού ο λόγος για τον οποίον κατασκευάσθηκε το «παγκόσμιο σύστημα» (σ. 200).

Το βιβλίο του Michell, σε αντίθεση με τα βιβλία του Watkins, δεν αποτελεί έρευνα, ούτε είναι δυνατόν να εκληφθεί ως έρευνα. Ανήκει εξ ολοκλήρου στον μυθοποιητικό χώρο. Ο Michell πίστευε στην αναγκαιότητα του μύθου, στην αναγκαιότητα ενός νέου μύθου [7]. Όχι σε μια μυθολογία προσωπική, μα σε έναν νέο μύθο για τον βρετανικό λαό. Αλλά αυτός ο καινός και κοινός μύθος πρέπει να είναι ένας μύθος τέτοιος που να υπερβαίνει τον εθνικό σοβινισμό. Σύμφωνα με τη γραμμή σκέψης στην οποία εντάσσεται ο Michell, και οι απαρχές της οποίας εντοπίζονται στον Stukeley, όπως καταδείχθηκε, ο μύθος, με την όλη λογική του, με τους ίδιους τους δομικούς του λίθους, πρέπει να καθιστά ολοφάνερο και πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η εντοπιότητα είναι αδιαχώριστη από την παγκοσμιότητα.
Και ποιός είναι ο μύθος που μπορεί να ενσαρκώσει αυτή την ενότητα της εντοπιότητας και της παγκοσμιότητας; Θα μπορούσε να πάρει διάφορα ονόματα. Άλλωστε, για να διαδοθεί ένας μύθος πρέπει να πάρει πολλές μορφές και η στερεότητα ενός μύθου εξαρτάται από τα πολλά του πρόσωπα. Μια πρώτη ονομασία θα ήταν: ο μύθος της χαμένης γνώσης. Ο μύθος της χαμένης οικουμενικής γνώσης. Στον γενικό αυτόν ορισμό θα πρέπει να προστεθεί το στοιχείο εκείνο που αποτελεί την ιδιαίτερη ταυτότητα του μύθου. Και αυτό είναι το στοιχείο της Γης. Η «χαμένη γνώση» αναφέρεται σε μια γνώση της Γης, των «μυστικών δυνάμεών» της. Η Γη είναι το πεδίο όπου συνυφαίνονται το τοπικό και το υπερτοπικό, και δεν είναι δυνατόν να νοηθούν το ένα χωρίς το άλλο.

Έτσι, η κατασκευή του μύθου της χαμένης γνώσης των μυστικών της Γης προϋποθέτει δύο βασικά ζητήματα, από τα οποία το ένα αφορά την έκταση του φαινομένου και το άλλο την ίδια τη φύση του φαινομένου. Αφενός να αναδειχθεί η πλανητική παρουσία των «γραμμών» και η ένταξή τους σε ένα «παγκόσμιο σύστημα». Αφετέρου να θεμελιωθεί η υπόστασή τους πέρα από τα όρια της επιστημονικής γνώσης, στη μαγεία και στο υπεραισθητό, σε ένα πεδίο στο οποίο υποτίθεται ότι η σύγχρονη επιστήμη δεν έχει πρόσβαση, και αυτό την ίδια στιγμή που, σημειωτέον, το πεδίο αυτό καθορίζεται στο βιβλίο με επιστημονικούς όρους.
Για το πρώτο, ο Michell επικαλείται διάφορες πηγές (είναι συζητήσιμη πάντα η αξιοπιστία των πηγών) για να αντλήσει παραδείγματα κάθε είδους, από το ιρλανδικό φολκλόρ ως τις ινδιάνικες παραδόσεις, από το λεγόμενο Dreamtime των Αβοριγίνων της Αυστραλίας ως το κινεζικό φενγκ σούι και τις «γραμμές» της Νάσκα του Περού.
Για το δεύτερο, αποφασιστική είναι η διάκριση των leys σε τρεις κατηγορίες, από τις οποίες μόνο η τρίτη θεωρείται ότι περικλείει το βαθύτερο μυστικό αλλά και την αληθινή σημασία των άλλων δύο κατηγοριών, κατά τρόπο ώστε και η πρώτη και η δεύτερη κατηγορία να πρέπει τελικά να αναχθούν εκεί. Οι τρεις κατηγορίες είναι: 1) τα γεωγραφικά leys, δηλαδή του είδους εκείνου που αποτέλεσε τον βασικό κορμό της έρευνας του Watkins, 2) τα αστρονομικά leys, ευθυγραμμίσεις με αστρονομική σημασία, και 3) τα leys εκείνα που δεν είναι δυνατόν να καταταχθούν ούτε στην πρώτη ούτε στη δεύτερη κατηγορία (σ. 18). Μέχρι να ανακαλυφθεί η αιτία αυτών ευθυγραμμίσεων, σημειώνει ο Michell, δεν υπάρχει κανένας ιδιαίτερος λόγος να συνεχίσει κάποιος να τραβάει γραμμές πάνω στον χάρτη. Αυτή η τρίτη κατηγορία, τα leys που δεν είναι ούτε γεωγραφικά ούτε αστρονομικά, αναφέρονται σε ορισμένα πεδία και σε ορισμένες διαστάσεις του σύμπαντος που «προς το παρόν δεν αναγνωρίζονται». Πού εδράζεται τότε η αναγνώριση ή η μη αναγνώριση αυτών των αόρατων πεδίων; Στις διαφορές ανάμεσα στους νόμους της προϊστορικής μαγείας και τους νόμους της σύγχρονης επιστήμης, απαντά ο Michell. Και δηλώνει ότι το βιβλίο του είναι αφιερωμένο στις αποδείξεις ότι έτσι όντως έχουν τα πράγματα.
Αφήνοντας στην άκρη το Old Straight Track του Watkins, ελευθερώνεται ο χώρος για την τρίτη κατηγορία, ενώ οι αστρονομικές ευθυγραμμίσεις (ένα σημαντικό ζήτημα) κρατούν απλώς έναν επαληθευτικό του όλου σχήματος χαρακτήρα. Στο επίκεντρο βρίσκονται εκείνες οι άλλες ευθυγραμμίσεις, μυστηριώδεις «γραμμές» για τις οποίες μόνο η προϊστορική μαγεία θα μπορούσε να μας διαφωτίσει, και οι «νόμοι» της.
Αλλά πού να βρεθεί η «προϊστορική μαγεία»; Το The View over Atlantis είναι γεμάτο από αποκρυφισμό, αριθμολογία, αστρολογία και ψευδοαλχημεία, ενώ η γεωμετρία είναι το μέσο με το οποίο ο Michell προσπαθεί να προσδώσει μια κάποια ενότητα, την εντύπωση ότι μια βαθύτερη δομή βρίσκεται κάτω από όλο αυτό το ετερόκλητο υλικό. Δηλαδή: σημασία δεν έχει η «χαμένη γνώση» αλλά η ιδέα της χαμένης γνώσης. Μεγαλύτερη σημασία από τη χαμένη γνώση έχει ο μύθος της χαμένης γνώσης. Η χαμένη γνώση δεν μπορεί να βρεθεί, μπορεί όμως να επινοηθεί. Και πρέπει με όλα τα δυνατά μέσα να επινοηθεί. Γιατί χωρίς την επινόηση της χαμένης γνώσης (της ιδέας της χαμένης γνώσης) δεν είναι δυνατή η υπόσταση του μύθου, του αναγκαίου μύθου της «χαμένης οικουμενικής γνώσης».

Σε επίπεδο μεθόδου, η κατασκευή του μύθου της χαμένης γνώσης απαιτεί την επιλεκτική χρήση των πηγών. Θα σταθώ στο παράδειγμα του φενγκ σούι. Ένας από τους λόγους για τους οποίους το The View over Atlantis προκάλεσε ιδιαίτερη εντύπωση ήταν η ταύτιση των leys με τα κινεζικά lung mei («φλέβες του δράκοντα») που για πρώτη φορά προτάθηκε από τον Michell. Για να γίνει φανερός ο τρόπος με τον οποίον χειρίστηκε το θέμα, πρέπει πρώτα να διευκρινισθούν ορισμένα σημεία σχετικά με το φενγκ σούι [8].
Με τις ονομασίες φενγκ σούι («άνεμοι και ύδατα») και ντι λι ((«γεωλογία») ορίζονται γενικά διάφορες έννοιες και θεωρίες, στη βάση των οποίων βρίσκεται η αντίληψη ότι τα τοπογραφικά χαρακτηριστικά τροποποιούν τις επιρροές των διαφόρων πνοών, των διαφόρων τσι («ύλη-ενέργεια») της φύσης. Τα βασικά τοπογραφικά χαρακτηριστικά είναι η μορφολογία του εδάφους και οι κατευθύνσεις των υδάτινων όγκων, ως αποτέλεσμα των διαπλαστικών επιρροών των ανέμων και των υδάτων. Στην επιφάνεια της γης, το γιανγκ και το γιν, τα δύο ρεύματα, αποδόθηκαν με τα σύμβολα του Πράσινου Δράκοντα και του Λευκού Τίγρη. Το φενγκ σούι δεν είναι μια «απόκρυφη τέχνη». Είναι για το τοπίο ό,τι είναι ο βελονισμός για το σώμα. Δεν έχει άμεση ούτε ουσιαστική σχέση με τον Ταοϊσμό [9], και είναι λάθος να χρησιμοποιεί κανείς τις ταοϊστικές διδασκαλίες για να εξηγήσει τις αρχές του φενγκ σούι (όπως είναι λάθος να θεωρεί ότι η μαντική μέσω του Ι Τσινγκ είναι κατά οποιαδήποτε έννοια ταοϊστική). Το φενγκ σούι δεν είναι ούτε γεωμαντεία, και δεν έχει καμία σχέση με τις ευρωπαϊκές ή τις αφρικανικές γεωμαντικές μεθόδους. Ο διαδεδομένος όρος «κινεζική γεωμαντεία» είναι ακατάλληλος. Μια απλή περιεκτική ονομασία θα ήταν εκείνη που προτείνει ο Kristofer Schipper: κινεζική τοπολογία (sitologie).
Με αυτά τα δεδομένα, μπορούμε να δούμε τώρα το ρόλο που διαδραματίζει το φενγκ σούι στη ρητορική του The View over Atlantis. Κατ' αρχάς, ο Michell αποπειράται να το παρουσιάσει σαν μια σκοτεινή και μυστηριώδη τέχνη, μια υπόθεση μάγων [10]. Φαίνεται ότι έχει παρασυρθεί από την ονομασία «κινεζική γεωμαντεία», την οποία και εκμεταλλεύεται όσο μπορεί για να εντείνει την εντύπωση του απόκρυφου. Στο πλαίσιο αυτό, απομονώνει τον όρο lung mei, που σημαίνει «φλέβες του δράκοντα» (φλέβες αποκαλούνται στο φενγκ σούι τα χαρακτηριστικά εκείνα του εδάφους που η μορφολογία τους αποτελεί ένδειξη ποιοτήτων γιανγκ, όπως οι κορυφογραμμές). Αλλά στη θέση της λέξης φλέβες, ο Michell τοποθετεί τη λέξη μονοπάτια (paths, dragon paths), ούτως ώστε οι φλέβες του δράκοντα να παραπέμπουν συνειρμικά στα leys. Και για να γίνει ακόμη πιο ανάγλυφη η υποτιθέμενη σύνδεση, χρησιμοποιεί τη λέξη lines, και έτσι προκύπτουν οι dragon lines, «γραμμές του δράκοντα». Η αδόκιμη αυτή επιλογή εξαρτάται από το σκεπτικό ότι οι τοποθεσίες των leys σχετίζονται με μύθους δρακόντων και άρα τα leys αποτελούν ένα είδος «dragon lines» [11].
Το επόμενο βήμα είναι η σύνδεση των dragon lines με τον γήινο μαγνητισμό. Αυτό υποτίθεται ότι ήταν το μυστικό των Κινέζων «γεωμάντεων» του παρελθόντος: «το μυστηριώδες ρεύμα του γήινου μαγνητισμού για το οποίο τώρα γνωρίζουμε τόσα λίγα» (σ. 73). Γιατί να είναι ένα μυστικό που χάθηκε, αν υπάρχει κάποιος λόγος για τον οποίον οι σύγχρονοι Κινέζοι δεν γνωρίζουν το μυστικό της πρακτικής που κληρονόμησαν, είναι κάτι που δεν εξηγείται στο βιβλίο.
Σε αυτό το σημείο, η ίδια η έννοια των leys αρχίζει να μετατρέπεται σε κάτι άλλο από εκείνο που προσδιόρισε ο Alfred Watkins. Και εδώ βρίσκεται η ρίζα της διαδεδομένης σήμερα παρανόησης ότι οι φλέβες του δράκοντα αναφέρονται σε μαγνητικά ρεύματα (ενώ, όπως είπαμε, αναφέρονται στη μορφολογία του εδάφους). Έτσι, κάνουν την εμφάνισή τους από τη μια οι «ενεργειακές» γραμμές του δράκοντα και από την άλλη οι ενεργειακές «γραμμές ley» [12], σαν να αποτελούν τις δύο όψεις ενός ίδιου μυστηρίου. Ο μύθος της χαμένης γνώσης.

Το πρώτο σοβαρό λάθος, που ακυρώνει τη λογική ενός συσχετισμού ανάμεσα σε «γραμμές του δράκοντα» και σε «γραμμές» ley, αφορά τη χρήση και τη σημασία της λέξης δράκοντας (και είναι ένα λάθος που ένας μελετητής μπορεί να αποφύγει, αν θέλει να το αποφύγει). Τα μυθικά κινεζικά όντα που οι μεταφραστές αποδίδουν με τη λέξη dragon είναι πολύ διαφορετικά από τους δράκους της αγγλικής και γενικά της ευρωπαϊκής μυθολογίας. Είναι τόσο διαφορετικά, από κάθε άποψη, ώστε οποιαδήποτε απόπειρα συσχετισμού και, πολύ περισσότερο, ταύτισης, αποδεικνύεται άτοπη [13]
Αλλά το βασικότερο και εξίσου αξεπέραστο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η υπόθεση του Michell είναι το γεγονός ότι οι «γραμμές του δράκοντα» δεν είναι ευθείες γραμμές. Και όχι μόνο – δεν νοούνται καν ως γραμμές, με την αυστηρή έννοια του όρου. Η έκφραση «γραμμές του δράκοντα» είναι παραπλανητική.
Ο Colin Wilson αναφέρεται στην άποψη ενός «ley hunter» που προσπαθεί να μετριάσει την οξύτητα της αντίθεσης: «...η προφανής αντίθεση προέρχεται απλώς από τη διαφορά μεταξύ κινεζικής και ευρωπαϊκής νοοτροπίας. Τα κινεζικά θρησκευτικά κείμενα επιμένουν ότι οι ευθείες γραμμές είναι “βέλη κακοτυχίας”. Το καλό υφίσταται μόνο σε καμπύλες και φιδογυριστές γραμμές, που ακολουθούν τη φυσική μορφή της Γης. Οι Ευρωπαίοι με τη λογική τους και την επιστημονική θεώρηση προτιμούν γραμμές που προχωρούν ευθεία σαν τους ρωμαϊκούς δρόμους. Έτσι, ιχνηλατώντας τις δυνάμεις της Γης, οι Κινέζοι δίνουν έμφαση στην τάση για μαίανδρο ενώ οι Ευρωπαίοι την ελαχιστοποιούν» [14]. Αυτό το αρκετά σοφιστικό επιχείρημα, με το οποίο συγκρίνονται η μακραίωνη κινεζική παράδοση και πρακτική με μια υποθετική προϊστορική παράδοση και με ένα νεόκοπο «ley hunting», παραβλέπει κάτι θεμελιώδες. Στο φενγκ σούι αποδοκιμάζεται έντονα όχι μόνο η ευθεία αλλά κάθε γεωμετρικό σχέδιο. Κάθε έννοια γεωμετρικής αντίληψης. Η διαφορά δηλαδή δεν έγκειται απλώς στην προτίμηση του ενός ή του άλλου σχήματος.
Αλλά η μυθοποιητική λειτουργία δεν σταματά στην ηθελημένη σύγχυση μεταξύ των leys και των φλεβών του δράκοντα. Ο Michell φτάνει ως το σημείο να αποδώσει στους Κινέζους «ένα μαγικό σύστημα με το οποίο οι νόμοι των μαθηματικών και της μουσικής εκφράζονταν στη γεωμετρία της γήινης επιφάνειας» (σ. 50).
Δεν μπορεί όμως να παρακάμψει εντελώς το αναπόφευκτο ερώτημα: αν τα leys είναι κάτι σαν τα κινεζικά lung mei, τότε γιατί να είναι ευθύγραμμα; Καταλήγει στη μόνη απάντηση που είναι δυνατή μέσα στο – εντελώς υποθετικό – πλαίσιο που ο ίδιος έχει θέσει: την υπόθεση της ανθρώπινης παρέμβασης. Σύμφωνα με αυτή, οι προϊστορικές ευθυγραμμίσεις επί του βρετανικού εδάφους είχαν σκοπό τον έλεγχο της ροής του γήινου μαγνητισμού. «Με άλλα λόγια, η παρούσα μορφή [pattern] των γήινων ρευμάτων στη Βρετανία πρέπει να είναι τεχνητής προέλευσης.» (σ. 195). Εδώ, στον επίλογο του βιβλίου, εκρήγνυται ο μύθος, η ουσία του μύθου... Λίγοι αναγνώστες συλλαμβάνουν τον ακριβή υπαινιγμό. Αυτή είναι η τελική λέξη του Michell για το μυστικό πεπρωμένο της Βρετανίας. Είναι η ολοκλήρωση ενός «θεωρήματος», που απαντά στα οράματα του Stukeley και του Blake: γιατί η Βρετανία είναι τόπος προνομιούχος; και ποιό είναι το μυστικό αυτού του μυστικού;
Ειδικά το τελευταίο αυτό σημείο δεν πρέπει να διαφύγει. Ο μύθος της χαμένης γνώσης στο έργο του Michell είναι κάτι περισσότερο από ένα απλό παιχνίδι με μυθολογικά και άλλα υλικά, και κάτι άλλο από ένα είδος εκκεντρικής διασκέδασης ή την ικανοποίηση της συγγραφικής ματαιοδοξίας. Ο μύθος της χαμένης γνώσης δίνει μορφή σε μια οραματική θέαση του κόσμου. Αυτό είναι το νόημα της «θέας στην Ατλαντίδα».

 Δημήτρης Τσουμάνης                                                                                                  
 
 
Σημειώσεις

[1] Early British Trackways, σ. 9.
[2] The View over Atlantis, Ballantine Books, Νέα Υόρκη 1972, σ. 9. Όλες οι παραμπομπές στο The View over Atlantis αφορούν τη συγκεκριμένη έκδοση, το ίδιο και οι αριθμοί των σελίδων που παρατίθενται εντός παρενθέσεων μέσα στο κείμενο.
[3] Colin Wilson, Μυστήρια, Αρχέτυπο, 2004, σ. 139.
[4] The New View over Atlantis, Thames & Hudson, 2001, σ. 22 [ανατύπωση της πρώτης έκδοσης του 1983].
[5] Βλ. σημ. 1.
[6] Βλ. John Michell, Megalithomania, Thames & Hudson, 1982, κεφ. 2, «The megalithic revivalism of Dr Stukeley».
[7] Βλ. Megalithomania, σ. 156-157.
[8] Για αυτή τη συνοπτική παρουσίαση του φενγκ σούι η βασική πηγή είναι το έργο του Joseph Needham Science and Civilisation in China: Volume 2, History of Scientific Thought, Cambridge University Press, 1991, σ. 359-361. Ιδιαίτερα χρήσιμες ήταν ορισμένες παρατηρήσεις του Kristofer Schipper στο Le Corps Taoïste.
[9] Έχει καταγραφεί ακόμη και η ρητή απαγόρευση να ασχολούνται οι ταοϊστές διδάσκαλοι με το φενγκ σούι. Βλ. Fabrizio Pregadio (επιμ.), The Encyclopedia of Taoism, τομ. 1, Routledge, 2008, σ. 116.
[10] Ενδεικτικά, σ. 25: «native magicians», «These dragon paths are very mysterious...». Καθώς και σ. 47: «...fung-shui, “wind and water”, obscurely explained as “that which can not be seen and can not be grasped.”», «Geomancers, exponents of fung-shui...».
[11] Το δεύτερο κεφάλαιο, με τίτλο «Paths of the Dragon», είναι αφιερώμενο στην προσπάθεια να θεμελιωθεί αυτή η υπόθεση.
[12] Ο συσχετισμός των leys με τον μαγνητισμό δεν είναι ιδέα του John Michell, αλλά έγινε ευρύτερα γνωστή χάρη στον ίδιο. Εντοπίζεται στις απαρχές της μεταπολεμικής αναβίωσης του ενδιαφέροντος για τα leys και η προϊστορία της φτάνει ως το Old Straight Track Club που ίδρυσε ο Alfred Watkins.
Το 1961, ο Tony Wedd, ένας πρώην πιλότος της ΡΑΦ, κυκλοφόρησε μια μπροσούρα με τίτλο Skyways and Landmarks, στην οποία ισχυριζόταν ότι οι ιπτάμενοι δίσκοι πετούν κατά μήκος μαγνητικών «γραμμών δύναμης» που συνδέονται με αρχαίες τοποθεσίες, οι οποίες λειτουργούν ως οδοδείκτες για τα εξωγήινα σκάφη. Ο ίδιος πίστευε ότι υπάρχουν τρόποι επικοινωνίας με τους εξωγήινους, ίδρυσε μια σέκτα αφιερώμενη σε αυτόν τον σκοπό, και την επόμενη χρονιά συνετέλεσε στη δημιουργία του περιοδικού The Ley Hunter. Ήθελε να αναβιώσει το Old Straight Track Club.
Η ιδέα προέκυψε από ένα βιβλίο προπαγάνδας των ιπτάμενων δίσκων, το Mystérieux objets célestes (1958) του Aimé Michel, σύμφωνα με τον οποίον οι διάφορες αναφορές για ιπτάμενους δίσκους στον γαλλικό εναέριο χώρο, αν σημειωθούν πάνω σε έναν χάρτη σχηματίζουν ευθείες γραμμές. Ο Wedd υπέθεσε ότι οι ευθείες αυτές γραμμές πρέπει να ταυτίζονται με τις «ενεργειακές» γραμμές δύναμης. Η έννοια προέρχεται από τη λεγόμενη «αποκρυφιστική αναβίωση» του 19ου αιώνα, όταν, στην προσπάθεια να δοθεί ένα ψευδοεπιστημονικό επίχρισμα στη θεωρία του αστρικού φωτός, να «εκσυγχρονισθεί» ο ερμητισμός του Παράκελσου και της σχολής του, υιοθετήθηκε μεταξύ άλλων και ο όρος lines of force του Φαραντέι.
Οι N. Pennick και P. Devereux (Lines on the landscape, βλ. παραπάνω), ισχυρίζονται ότι είναι στη νουβέλα The Goat-Foot God (1936) της Dion Fortune όπου γίνεται ο πρώτος συσχετισμός ανάμεσα στα leys και στις «energy lines». Όμως η Fortune δεν αναφέρεται στα leys ή στον Watkins, αλλά σε γραμμές δύναμης μέσω των οποίων συνδέονται οι αρχαίοι ιεροί τόποι, και κατ' αυτή την έννοια αποτελούν «κέντρα δύναμης». Αν ο Wedd επηρεάστηκε σε κάτι από την Dion Fortune, αυτό είναι η ιδέα της σύνδεσης των αρχαίων τοποθεσιών με ενεργειακές γραμμές, την οποία ο ίδιος συνέδεσε με τις «γραμμές ley», συνδέοντας όλα αυτά με τη μανία της εποχής για τους ιπτάμενους δίσκους.
Είναι ένα μέλος του Old Straight Track Club ονόματι Arthur Lawton εκείνος που, δύο χρόνια μετά την έκδοση της νουβέλας της Fortune και τρία χρόνια μετά τον θάνατο του Watkins, ισχυρίστηκε σε ανακοίνωσή του ότι τα leys είναι γραμμές της κοσμικής δύναμης, και μάλιστα ότι είναι δυνατόν να ανιχνευθούν μέσω ραβδοσκοπίας. Η ιδέα απασχόλησε, απ' όσο ξέρουμε, και ένα άλλο μέλος της λέσχης, τον F.C. Tyler (την ίδια χρονιά έδωσε μια διάλεξη που εκδόθηκε με τον τίτλο The Geometrical Arrangement of Ancient Sites), πριν η ραβδοσκοπία γίνει, μεταπολεμικά, πρακτική των ley hunters.
Είναι φανερό ότι η τάση να ανακαλυφθεί κάτι άλλο, πιο μυστηριώδες, πίσω από τα leys – συχνά μια ανομολόγητη τάση υποτίμησης της έννοιας του Old Straight Track και της έρευνας του Watkins – εκδηλώνεται αρκετά νωρίς. Αλλά από εκεί μέχρι τους ιπτάμενους δίσκους, η απόσταση είναι πολύ μεγάλη. Αυτή την ουφολογική διάσταση, ο John Michell δεν την άφησε ανεκμετάλλευτη. Επιχείρησε να την ενσωματώσει στον μύθο της χαμένης γνώσης του The View over Atlantis, ενώ στο The New View over Atlantis πήρε τις δέουσες αποστάσεις, όταν η παραφιλολογία του New Age είχε πλέον γελοιοποιήσει τα πάντα γύρω από τα leys.
[13] Οι διαφορές ανάμεσα στους κινεζικούς και στους δυτικούς δράκους, σε μορφολογικό και συμβολικό επίπεδο, ανάγονται στις θεμελιώδεις διαφορές ανάμεσα στον σινικό πολιτισμό και στο ινδοευρωπαϊκό υπόστρωμα των ευρωπαϊκών μυθολογικών και θρησκευτικών παραδόσεων.
[14] Μυστήρια, σ. 150, σημ. 19.