26.12.10

PUTREFACTIO


Πρόσφατα κυκλοφόρησαν στο διαδίκτυο, σε άσχετες μεταξύ τους σελίδες,  αυτές οι εικόνες:


Όταν τις είδα, θυμήθηκα κάτι που είχε πει ο Eugène Canseliet. Ο Canseliet, μοναδικός μαθητής του Fulcanelli και ένας από τους τελευταίους ελάχιστους αυθεντικούς εκπροσώπους της Ερμητικής Παράδοσης, είχε κάποτε –σε ανύποπτο χρόνο– σημειώσει κάτι αινιγματικό: ότι ο πυρσός που κρατάει το άγαλμα της Ελευθερίας θα πέσει, γιατί αντιτίθεται στους νόμους της Φύσεως...

Για την Ερμητική οπτική των πραγμάτων, ο κόσμος βρίσκεται σε φάση σήψης, αποσύνθεσης – στην αλχημική ορολογία ονομάζεται με τον λατινικό όρο putrefactio. Για τον αλχημιστή που στέκεται πάνω από τον μικρόκοσμό του, παρατηρώντας γεμάτος θαυμασμό όσα συντελούνται μέσα στο δοχείο, η putrefactio είναι μια διαδικασία απαραίτητη στη μεταμόρφωση της Ύλης, στη μεταμόρφωση του κόσμου. Όμως ποτέ, οι ελάχιστοι αληθινοί αλχημιστές που βγήκαν να μιλήσουν στους ανθρώπους του εικοστού αιώνα για αυτή την «εσχατολογική» διάσταση της Αλχημείας, ποτέ δεν έδωσαν τροφή σε μάταιες ελπίδες και φαντασιώσεις. Ποτέ δεν είπαν στους ανθρώπους του καιρού τους ότι η αναγέννηση του κόσμου είναι κάτι που θα συμβεί στην εποχή τους. Το ίδιο και οι λιγοστοί εκπρόσωποι των άλλων  γνησίων παραδοσιακών ατραπών, όπως ο Ρενέ Γκενόν, τόνισαν ευθύς εξαρχής ότι η μεγάλη αλλαγή που πρόκειται να γνωρίσει ο κόσμος δεν αφορά τη δική τους ή τις επόμενες γενιές, αλλά μια άλλη ανθρωπότητα που θα αναδυθεί από τις στάχτες αυτού του κόσμου...

Η διαφορά από τον ανεδαφικό οπτιμισμό των κηρύκων της «νέας εποχής» είναι βεβαίως αβυσσαλέα. Γιατί είναι διαφορά στον προσανατολισμό ολόκληρης της υπάρξεως. Και από εκεί θα έπρεπε να αρχίσεις κανείς, από αυτή τη διαφορά προσανατολισμού, όπως διαφαίνεται σε γενικές γραμμές, αλλά και όπως αποκαλύπτεται σε διάφορες λεπτομέρειες.

Τις αντιρρήσεις που ενδεχομένως εγείρουν τα συχνά παράδοξα λόγια των αλχημιστών και των άλλων Τρελών, ότι διασπείρουν την απαισιοδοξία, καλλιεργούν την παθητικότητα και τα λοιπά, δεν θα μπω στη διαδικασία να τα σχολιάσω. Είναι απλές εκλογικεύσεις, τρικ του μυαλού, δηλαδή αυτό ακριβώς που θα ήθελα να αποφύγω. Προτείνω αντίθετως να μπει κανείς στον κόπο να δει τί λέει σχετικά, και γιατί το λέει, ο Jean Parvulesco:

«Το Ιερό έχει εξαφανιστεί από την καθημερινή πραγματικότητα του σύγχρονου κόσμου και είναι τελείως φανερό ότι ζούμε στο Τέλος των Καιρών, όμως το Ιερό δεν έχει χαθεί (εφόσον θεωρητικά δεν θα μπορούσε να χαθεί, καθώς είναι αιώνιο) αλλά μεταφέρθηκε σε μια νυχτερινή, αόρατη προβολή, και είναι τώρα έτοιμο να κατέβει στον ανθρώπινο φυσικό κόσμο σε μια τρομερή αποκαλυπτική στιγμή του απογείου της Ιστορίας, σε ένα σημείο κατά το οποίο ο κόσμος, που ξέχασε την πνευματική του φύση και το απαρνήθηκε, θα αναγκαστεί να το συναντήσει σε μια αιφνίδια αστραπή Αποκάλυψης…»

        (Parvulesco, À bout de souffle)

Για την υποτιθέμενη «νέα εποχή», όπως και αν τη φαντάζεται ή τη φαντασιώνεται κανείς, είχα γράψει δυο λόγια παλιότερα, σε μια συζήτηση για το «2012», στο antidogma.gr, πάνε πάνω από δύο χρόνια. Θα τα επαναλάβω εδώ καθώς μου φαίνεται ότι δεν είναι ανεπίκαιρα και είναι καλώς διατυπωμένα. Έγραφα πως είναι αρκετά περίεργο, ότι ενώ ο σημερινός πολιτισμός καταρρέει, γιατί βασίζεται σε ψεύτικες ιδέες, χωρίς επαφή με την πηγή της ζωής, είναι ακόμη συγκριτικά λίγοι εκείνοι που το συνειδητοποιούν πλήρως, παρόλο που οργανώθηκε ένα ολόκληρο συμβάν για να επισημοποιηθεί αυτό που ήταν ήδη ένα γεγονός σε εξέλιξη. Το συμβάν που υπονοείται είναι φυσικά η επίθεση στους Δίδυμους Πύργους. Ο δάκτυλος πίσω από την οποία δεν νομίζω ότι είναι οι «τρομοκράτες», ούτε εκείνοι που λένε οι διάφορες θεωρίες συνωμοσίας. Είναι κάτι που ξεπερνά τη φαντασία.

Τα σημάδια του μελλοντικού κόσμου δεν διακρίνονται ακόμη καθαρά, και δεν μπορεί να πει κανείς ότι αυτό θα αλλάξει στο προσεχές μέλλον, μέχρι να κοπάσει ο θόρυβος που παράγει ο σημερινός κόσμος στην προσπάθειά του να μην διαλυθεί...έγραφα τότε. (Τώρα, το ζούμε όλοι, ο θόρυβος αυτός έχει γίνει πιο εκκωφαντικός από ποτέ. Και αρχίζουν να τον ακούν, θέλουν δεν θέλουν, και όσοι προσποιούνται ότι δεν τον ακούν). Και συνέχιζα, κλείνοντας την παρέμβασή μου: τα περί 2012 λοιπόν τα μηχανεύονται όσοι νιώθουν την ανάγκη να διακηρύξουν κάποιον υποτιθέμενο θρίαμβο για τον σημερινό πολιτισμό, που βρίσκεται υπό κατάρρευση... Σήμερα, δεν ξέρω πόσοι ακόμη κατά βάθος πιστεύουν σε έναν τέτοιον θρίαμβο, όταν μέρα με την ημέρα η ανοίκεια πραγματικότητα του κόσμου ξεπροβάλει με τέτοια αιχμηρότητα. Βέβαια, το παράδοξο είναι ότι το ανοίκειο της πραγματικότητας περνάει κυρίως μέσα από την εικόνα, από το εικονικό που έχει κατακλύσει τα πάντα και έχει μεταλλαχθεί σε μια τρομοκρατία της εικόνας, στην οποία συνδυάζονται η φαντασμαγορία της «νέας εποχής» και η «συντέλεια του κόσμου». Αλλά αυτό ακριβώς δεν είναι χαρακτηριστικό σύμπτωμα της σημερινής κατάστασης;

Από το μέλλον, ή το άλλο μέλλον, απ’ τη μεγάλη Αρχή, δεν είμαστε αποκλεισμένοι. Δεν είναι στο χέρι μας. Ανήκουμε στο μέλλον, χωρίς να το έχουμε αποφασίσει. Ανυπόφορο για όσους λατρεύουν  ακόμη ψεύτικους θεούς... Μέλλον είναι μια λέξη για το απρόοπτο. Και απρόοπτο μια λέξη για το ανοίκειο: ο χρόνος, απ’όλες τις έννοιες η πιο αφηρημένη, η πιο ακατάληπτη, είναι κατ’ουσίαν αδύνατον να αναπαρασταθεί. Και να φανταστεί κανείς ότι είναι με τον χρόνο που άνοιξαν τόσα και τόσα μονοπάτια...

11.12.10

ΠΑΡΑΔΟΣΗ: ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΔΡΟΜΟΣ


Simon Pasieka, Gold, 2009

Ένα από τα πιο παράξενα που μπορεί να συναντήσει κάποιος πάνω σε αυτή τη Γη, είναι η ύπαρξη εκείνου που ονομάζεται Παράδοση. Όταν ακούς αυτή τη λέξη, το πρώτο που έρχεται στο νου είναι κάτι που έρχεται από το παρελθόν, από ένα  παρελθόν μακρινό, ανεξιχνίαστο –και έτσι είναι: κάτι το αδιευκρίνιστα άγνωστο αλλά και οικείο ρίχνει τη σκιά του –μικρή ή μεγάλη– πάνω στο παρόν,  στο εκάστοτε παρόν. Το παρόν εμφανίζεται σημαδεμένο από το παρελθόν και, σε όχι τελική ανάλυση, αξεδιάλυτα υφασμένο μαζί του. Τόσο που γεννιέται η σκέψη πως «παρελθόν» είναι μια λέξη που ονομάζει κάτι που ποτέ δεν υπήρξε. Περισσότερο και από φάντασμα που στοιχειώνει το παρόν, όλο το παρελθόν δείχνει τότε να εμπεριέχεται στον παρόντα χρόνο. Σαν ποταμός,  το παρελθόν έχει χυθεί στη θάλασσα του δικού μας χρόνου. Τίποτα δεν μένει πίσω. Αυτό που μένει πίσω, είναι αυτό που δεν ήρθε ακόμα, το μέλλον.

Η Παράδοση, εκ πρώτης όψεως, εμφανίζεται με έναν λιγότερο αινιγματικό χαρακτήρα. Παράδοση είναι το σύνολο των πεποιθήσεων, κοσμογονικών, κοσμολογικών, θρησκευτικών,  καθώς και το σύνολο των συμβολικών κωδίκων, των νόμων, των ηθών και των εθίμων, που πάνω τους θεμελιώθηκαν κόσμοι που δεν υπάρχουν πια ή απομεινάρια κόσμων, που σήμερα συμμετέχουν μόνον περιφερειακά ή παθητικά στη ροή του ιστορικού γίγνεσθαι. Η Παράδοση εμφανίζεται έτσι με μια συγκεκριμένη μορφή. Οι διάφορες όψεις της μπορούν να μελετηθούν, να συγκριθούν, να ερμηνευθούν. Αλλά όποια και αν είναι τα σταθερά σημεία αναφοράς –που κι αυτά εύκολα μετακινούνται– το πνεύμα της Παράδοσης, η ουσία της, που διαφεύγει, δεν θα βρεθεί ποτέ με μιας μέσα στους τύπους, μέσα στη μία ή στην άλλη συμβολική μορφή, η οποία μπορεί να ξεγελά κάθε φορά που μοιάζει να προσαρμόζεται στη γενίκευση, στην κατάταξη καθώς και στην εξουσία που ασκεί το προφανές (επειδή ο ρόλος μιας συμβολικής μορφής είναι να παρουσιάζει, να φέρνει στο φως, να φανερώνει, και φανερώνοντας να αποκρύπτει).
Αναζητώντας λιγότερο συμβατικούς ορισμούς, θα μπορούσαμε να πούμε ότι Παράδοση είναι η Φαντασία των λαών ή -ένας ορισμός που προτιμώ- η Φαντασία μέσα στους λαούς... Αλλά θα  πρέπει να αποκαταστήσουμε τη σημασία αυτής της φθαρμένης λέξης. Φαντασία, ή Imaginatio, δεν είναι μια υποκειμενική λειτουργία, αλλιώς πώς θα μπορούσε να υπάρχει Παράδοση; Ο ιδιωτικός λόγος, η υποκειμενική φαντασία, δεν συνιστά παράδοση. Ούτε παράδοση μπορεί να προκύψει μέσα από κάποιου είδους ομοφωνία, συναίνεση ή συγχρονισμό ανάμεσα σε υποκείμενα, αν και υπάρχουν αρκετές αφελείς και λίγο πολύ μηχανιστικές θεωρίες που υποστηρίζουν κάτι τέτοιο. Η Φαντασία, όπως την εννοώ εδώ, είναι επιστήμη. Ως τέτοια η Φαντασία συνιστά Παράδοση. Ως επιστήμη, και ως τέχνη (δύο έννοιες που συνδέθηκαν στενά από τότε που πρωτοεμφανίστηκαν), η Φαντασία φέρει το πνεύμα της Παράδοσης και εμψυχώνει τις μορφές που την εκδηλώνουν.
Η Φαντασία είναι δύναμη μορφοποιητική. Δεν κατασκευάζει κάτι στο κενό, αλλά φωτίζει τα μονοπάτια της νόησης, της πράξης, της εμπειρίας. Τα μονοπάτια είναι ατέρμονα, και γι’αυτό δυνητικά. Το όριο ανάμεσα στο είναι και το μη είναι δεν είναι κάτι που παγιώνεται μια φορά και για πάντα, όπως το όριο ανάμεσα στο ανθρώπινο και το μη ανθρώπινο δεν είναι ποτέ δεδομένο. Σε αυτό το «ανάμεσα», που πάλλεται, και το οποίο είναι το ίδιο το Ανοίκειο, έρχεται η μορφοποιητική δύναμη της Φαντασίας να σχεδιάσει περιγράμματα και μορφές: να θέσει όρια, για να τα μετακινήσει, να αποκλείσει για να συμπεριλάβει. Ώστε να κρατηθεί, με δυο λόγια, το παιχνίδι ζωντανό, και καθ’οδόν. Το παιχνίδι που συναρτάται με το παράδοξο, που ήδη θίξαμε, ότι το παρελθόν έχει χυθεί στη θάλασσα του δικού μας χρόνου - και χώρου.
Ένας δεύτερος ορισμός, ανιχνευτικός και αυτός, θα μπορούσε να μας δώσει τη δυνατότητα να παραμείνουμε στον ίδιο τόπο: Παράδοση είναι η αρχέγονη γλώσσα των λαών. Αρχέγονη γιατί χωρίς την έλευσή της δεν θα είχε κανένα νόημα να μιλούμε για ανθρώπους, λαούς και παραδόσεις. Αρχέγονη γιατί η ίδια η γλώσσα είναι η έξοδος από τη  Νύχτα, σημαίνει την κοσμική Νύχτα όπως σημαίνει και τη διάνοιξη των μονοπατιών, τη διακλάδωση, την πολλαπλότητα, την έκθεση στον κίνδυνο και τη διακινδύνευση. Την περιπλάνηση στα διαρκώς μετακινούμενα όρια του είναι και του μη είναι.

Σε ποιό βαθμό, ίχνη αυτής της αρχέγονης εξόδου, της αρχέγονης περιπλάνησης και του παιχνιδιού, μπορούν να βρεθούν σε ό,τι έχει απομείνει από την Παράδοση και σε ό,τι μπορούμε να μελετήσουμε από την Παράδοση; Ένα τέτοιο ερώτημα δεν μπορεί να απαντηθεί αν πρώτα δεν έχουμε αναγνωρίσει ότι και εμείς, σήμερα, αποτελούμε μέρος της ίδιας αρχέγονης πορείας και ότι στην πραγματικότητα τίποτα δεν έχουμε παγιώσει, παρά τις επιταγές των εξουσιαστικών μηχανισμών και παρά τις ψευδαισθήσεις του σημερινού ψευδο-πολιτισμού.  

Alles ist Weg 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΣΟΥΜΑΝΗΣ