11.7.11

ΙΛΙΟΝΕΣ

ονειρόφαντοι δε πενθήμονες
Αγαμέμνων, 420



ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ

Από ένα πετραδάκι στην αποθήκη του μουσείου, κάποιοι θυμούνται ακόμα τους Ιλιόνες.

Πότε άρχισε η θηριωδία. Περασμένα μεσάνυχτα, στη μεγάλη λίμνη λάμνει ήσυχο το πλοίο και, γύρω από τον άνακτα, ψιθυρίζουν και σιγούν για τον υπόγειο κρότο. Βράζει η Αίτνα ενώ ηρεμεί φαινομενικώς  η Φλεγραία.

Περασμένα μεσάνυχτα και η Αίγυπτος θρηνεί – υψωμένος ο μέγας οβελίσκος – το τελευταίο πέρασμα του Ρα. Η Υψηλή Μαγεία ως πετράδι στην κεφαλή της Νεφερτίτης.

Και στο Πρότερον Ίλιον, εκεί, περιμένουν για μια ακόμη φορά την επιστροφή της Ελένης.

Ελένη...έλανδρος ...ελέπτολις ...!
τα λόγια του ποιητή δεν τα άκουσαν ποτέ οι Ιλιόνες! Αυτοί μόνον την περιμένουν ...  Όσοι ακόμα τους θυμούνται τους βλέπουν, φαντάσματα μέσα στη νύχτα, να την προσμένουν, την Ελένη, τη Σελήνη τους, να γυρίσει στην πόλη, στην Πόλη της: κατάλευκη και ασημένια, γαλαξιακή, οδηγούμενη από τη μαιανδρική πομπή, η Ελένη περνά – και πάλι! – την Υψηλή Πύλη και κάθεται στον θρόνο της, στο κέντρο του Λαβυρίνθου. 




ΠΥΡΓΟΣ

Τροία ονομάζεται η μαιανδρική πομπή που οδηγεί την Ελένη στο βασιλικό κέντρο της πόλεως, και είναι αυτή η τελετουργική πορεία που έδωσε στην πόλη το τρίτο, το φανερό της όνομα. Το δεύτερο όνομα της πόλης, άλλοτε μυστικό, Ίλιον είναι και σημαίνει. Αλλά το πρώτο, το απόκρυφο όνομα της πόλης, σημαίνει Πόλη του Ηλίου και της Σελήνης και είναι απαγορευμένο να το πει και να το σκεφτεί κανείς. Όσοι θυμούνται ακόμα τους Ιλιόνες, καυχώνται ότι το γνωρίζουν.
Η Πόλη θα αναληφθεί, λένε οι κρυπτικές δοξασίες των Ιλιόνων, όταν επιστρέψει η Ελένη. Γιατί πεπρωμένο της πόλεως είναι το πεπρωμένο που επιφυλάχθηκε στο ίδιο το Πρότερον Ίλιον, στο Ίλιον ενός άλλου Αιώνα. Το πραγματικό Ίλιον, το Ίλιον των απαρχών, δεν ανακαλύφθηκε ποτέ – η αρχαιολογία είναι νεκροψία. Και η φαντασία των σοφών ποιητών έπρεπε κάτι να βάλει στη θέση του τρομαχτικού, του αβυσσαλέου κενού που άφησε το μέγα, το Πρότερον Ίλιον, όταν αναλήφθηκε στον ουρανό. Αλλά πριν την ανάληψη του Ιλίου στον ουρανό, στις υψηλές ομίχλες, μεγάλος πόλεμος συνέβη. Σε αυτό το σημείο οι ποιητές δεν είπαν ψέμματα, αλλά όλη την αλήθεια, στα ανθρώπινα μέτρα.
Μα το Βιβλίο του Χρόνου έχει πολλές σκισμένες σελίδες. Παράξενοι αιώνες άνεμοι. Πρώτο, λένε, αναλήφθηκε το Ίλιον και ακολούθησαν και άλλες πόλεις. Πόλεις που έμειναν στα έπη και στους θρύλους με ονόματα γυναικών. Η Μήδεια, η εγγονή του Ηλίου, αναλήφθηκε όταν επέστρεψε στην Κολχίδα.

Τέτοιες ιστορίες διηγούνται για τους Ιλιόνες όσοι ακόμα τους θυμούνται.



Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΑΡΤΙΔΑ: Η ΤΕΤΑΡΤΗ ΕΛΕΝΗ

Το κοσμολογικό δόγμα τους προβλέπει μια τέταρτη επιστροφή εκείνης που θεωρείται ως νόμιμη βασίλισσα της πόλης και η μόνη πάρεδρος του βασιλιά, επιστροφή που θα πρέπει ακριβώς να συμβεί στο κλείσιμο του Αιώνος ή Κύκλου. Δεν θα φανεί παράδοξο, γιατί είναι κάτι που το συναντούμε και στα άλλα παρακλάδια της ιδίας φυλής, το γεγονός ότι η τελική αυτή επιστροφή θα σημάνει και την καταστροφή της Τροίας, την καταστροφή και την αποθέωση, την άλωση και την ανάληψη, αν θέλετε. Της Τροίας, ή αυτού του σχηματισμού, αυτής της διάδοχης κατάστασης που θα έπαιζε το ρόλο της Τροίας στη σκηνή των ιστορικών χρόνων. Και λέγοντας «ιστορικοί χρόνοι», εννοούμε κάθε εποχή γύρω από την οποία έχουν υπάρξει κωδικοποιημένοι μύθοι, δηλαδή ιστορίες. Όσον αφορά τους Ιλιόνες, η δική τους ιστορική εποχή, κατά την οποία ήταν γνωστοί ως Τρώες (και, πράγματι, υπήρξαν περισσότερο Τρώες παρά Ιλιόνες, αν με εννοείτε) αφορά την ταραγμένη περίοδο μετά την τρίτη επιστροφή της Ελένης, ή, για να εκφραστούμε αλλιώς, μετά την εμφάνιση της Τρίτης Ελένης, δηλαδή μετά την εμφάνιση της Τρίτης Σελήνης.
Εν τέλει, πότε ακριβώς η πόλη πέρασε υπό την προστασία –για να το πούμε έτσι– της Αφροδίτης, και, συνεπώς, και του Άρεως (το ζεύγος της Αφροδίτης και του Άρεως ή Μαρσύα, επανασύστασις του ζεύγους Ήλιος–Σελήνη), αυτό είναι μια αρκετά μπερδεμένη ιστορία. Οι «γιοί της Ελένης» οι Έλληνες, παρέδωσαν, προς γνώσιν των ανθρώπων της Εποχής της Λήθης που θα ακολουθούσε, μια εποποιία αγνώστων διαστάσεων...

              όμως
τα λόγια του ποιητή δεν τα άκουσαν ποτέ οι Ιλιόνες

 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΣΟΥΜΑΝΗΣ


Το κείμενο αυτό είναι μέρος μιας ευρύτερης αδημοσίευτης ενότητας από την οποία έχει ήδη δημοσιευθεί το κείμενο Η Ουρανούχος Άρκα στο Strange 119


10.7.11

Ο ΑΠΟΛΛΩΝ ΤΟΥ ΥΨΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΒΑΘΟΥΣ


Για την τακτική του περιηγητή

«Δύσκολα μπορώ να νιώσω τους αρχαίους ναούς, στην πρώτη επαφή μένω εντελώς ασυγκίνητος. Πρέπει να περάσει ώρα πολλή, να επικαλεστώ εντατικά τη σκέψη, να γυμνάσω το μάτι, για να μπορέσω να χαρώ την απλότητα και τη σοφία, τη δύναμη και τη χάρη του αρχαίου ναού». Αυτά σημειώνει στα ταξιδιωτικά του ο Καζαντζάκης, με αφορμή την επίσκεψή του στον ναό του Επικούριου Απόλλωνα στις Βάσσες.

Ο Καζαντζάκης ξεκινάει με απόλυτο δεδομένο ότι αυτό που βρίσκεται μπροστά του έχει αδιαμφισβήτητη αξία. Το γεγονός ότι ο ίδιος δεν συγκινείται –λες και είναι υποχρεωτική η συγκίνηση μπροστά σε καθετί αρχαιοελληνικό– το αποδίδει σε φταίξιμο δικό του. Και, όπως είναι επόμενο, συμπεραίνει ότι κάτι ο ίδιος δεν κάνει σωστά. Εδώ αρχίζει ένας νέος γύρος του ίδιου φαύλου κύκλου. Αφού υποτίθεται πως κάτι κάνει λάθος, πρέπει να αλλάξει στάση. Και τί κάνει; Επιστρατεύει την παιδεία του, «επικαλείται εντατικά τη σκέψη» (για ώρα πολλή, καθώς η σκέψη, ως γνωστόν, δεν έρχεται με το ζόρι) και... «γυμνάζει το μάτι του». Όλα αυτά γίνονται, λέει, για τη χαρά. Για να χαρεί, δηλαδή, αυτά που ο ίδιος έχει στην ουσία προαποφασίσει ότι πρέπει να χαρακτηρίζουν έναν αρχαίο ναό: απλότητα και σοφία, δύναμη και χάρη (strong relationships).

Η τακτική του Καζαντζάκη είναι ακριβώς ό,τι θα έπρεπε να αποφύγει κανείς. Διαβάζοντας ανάποδα, μπορεί κάποιος να καταλήξει στις εξής προτάσεις σχετικά με την «τακτική του περιηγητή»: 

1) Μην έχεις καμία ανησυχία αν δεν συγκινείσαι με καθετί που η κατεστημένη ιδεολογία έχει οικειοποιηθεί ως δική της κληρονομιά. Ούτως ή άλλως, η συγκίνηση δεν είναι κάτι που ανήκει στην ημερήσια διάταξη, ούτε κάτι που έρχεται με το έτσι θέλω. Και ευτυχώς.
2) Μην επηρεάζεσαι από την ιδέα κάποιας δεύτερης «επαφής», στην οποία υποτίθεται ότι θα αποκομίσεις όσα δεν αποκόμισες από την πρώτη.  Ό,τι ισχύει με τους ανθρώπους, ισχύει και με τα μνημεία. Γνωρίζεις, βέβαια, τί λένε για την πρώτη εντύπωση. Στην πρώτη εντύπωση, είναι ανενεργοί οι μηχανισμοί που καταδυναστεύουν την «πολιτισμένη» κρυφοβάρβαρη ανθρωπότητα, οι μηχανισμοί του καθημερινού αυτοματισμού. Μπορείς να μείνεις στην «πρώτη εντύπωση»; Τότε θα δεις με άλλα μάτια.
3) Μην οργανώνεις την κίνησή σου μέσα ή έξω από το μνημείο, κοντά ή μακριά. Κινήσου αυθόρμητα.
4) Μην σκέφτεσαι, άσε τις σκέψεις να έρθουν από μόνες τους, όταν είναι η κατάλληλη στιγμή. Δηλαδή, μην σταματάς για να σκεφτείς.
5) Μην κουράζεις τα μάτια σου και σε καμία περίπτωση μην τα «γυμνάζεις». Προκαλείς ψευδαισθήσεις χωρίς να το καταλαβαίνεις. Ο ναός απέναντί σου έχει τη δική του οντότητα!


Δεν υπάρχουν άλλες πύλες εκτός από τα όρια

Η τακτική του περιηγητή πρέπει να είναι κατά τη γνώμη μου μια συνειδητή τακτική της μη-τακτικής. Κανένα νόημα να ψάχνεις τη σωστή, την αντικειμενική οπτική γωνία, δεν μπορείς να ξεφύγεις από αυτό που είσαι, ακόμη και αν είσαι θεός (ίσως μάλιστα στην περίπτωση αυτή να είναι και πιο δύσκολο, άλλο θέμα). Δεν υπάρχει αντικειμενική οπτική γωνία γιατί αυτό που βλέπεις, αυτό που λαμβάνεις, παράγεται από την αλληλεπίδραση ανάμεσα σε σένα και σε κάτι που είναι όχι έξω αλλά πέρα από εσένα. «Έξω» δεν υπάρχει, και εσύ και αυτό που βλέπεις είστε ΜΕΣΑ σε ένα όλον που σας περιέχει και τους δύο
Δεν υπάρχει κάποιο απόλυτο εντόςεκτός, γιατί τα όρια δεν χωρίζουν μόνο αλλά και ενώνουν. Κάθε όριο είναι κατώφλι και πύλη. Δεν υπάρχουν πύλες που να μην είναι όρια, δεν υπάρχουν άλλες πύλες εκτός από τα όρια. Τα όρια δεν είναι σταθερά, κινούνται καθώς κινείσαι, τα κινείς και σε μετακινούν, σε μετασχηματίζουν, όταν από την αντίληψη περνάς στην πρόσληψη.

Για να το πω πιο απλά, η μη-τακτική είναι να αφήσεις χώρο στον άλλο πόλο του παιχνιδιού, χώρο για να σου αφηγηθεί τη δική του ιστορία... Την ιστορία της ύπαρξής του ή, ακόμη, την ιστορία της μη-ύπαρξής του γιατί και αυτό το ενδεχόμενο υπάρχει. Τίποτα μην αποκλείεις, τίποτα μην προκαταλαμβάνεις. Η ιστορία που θα ακούσεις μπορεί να μην μοιάζει καθόλου με αυτά που έχεις κατά νου.

Την αρχαία Ελλάδα την έχουμε θάψει κάτω από τόνους αρχαιογνωσίας. Είναι μυστικό ότι η Ελλάς είναι κάτι άλλο, κάτι τελείως άλλο ; 


Ανάμνηση

Άργα ή γρήγορα, όταν ακούσεις για τον ναό του Απόλλωνα της Αρκαδίας, θα θελήσεις να τον επισκεφθείς. Χωρίς στην πραγματικότητα να ξέρεις ακριβώς γιατί, κάτι σε έλκει προς τα εκεί.

Ασυνείδητα ψάχνουμε ένα χαμένο αστέρι του βορείου ημισφαιρίου. Που λάμπει στον ουρανό ενός άλλου Βορρά, του αληθινού Βορρά.

Οι παλαιές μυστικές παραδόσεις μάς δείχνουν με το δάχτυλο προς έναν ουρανό που δεν υπάρχει πια, και αναγνωρίζουν εκεί τον άξονα της Επιστροφής των Μεγάλων Καιρών.

Αργά ή γρήγορα, η ώρα της Επιστροφής των Μεγάλων Καιρών θα σημάνει. Θα σκάσει, με πάταγο ή με σιωπή εκκωφαντική, αλλά ο ουρανός δεν θα είναι πια ο ίδιος. Όσα ούτε ελπίζουμε ούτε φανταζόμαστε –ο Ηράκλειτος είναι πάντα επίκαιρος– θα έρθουν να περιγελάσουν τις αστείες μας βεβαιότητες.

Κάνουμε ότι δεν βλέπουμε, ή κάνουμε ότι βλέπουμε.  Δεν βλέπουμε και δεν μπορούμε να δούμε. Δεν μπορούμε να δούμε και βλέπουμε. Επειδή βλέπουμε ότι δεν βλέπουμε. 

Δημήτρης Τσουμάνης


6.7.11

ΣΤΟ ΜΕΓΑ ΣΠΗΛΑΙΟ


Ιδρύθηκε το 362 μ.Χ. από τους αδελφούς Θεόδωρο και Συμεών που προέρχονταν από τη Θεσσαλονίκη και είχαν ασκητέψει στον Όλυμπο και σε άλλους τόπους, πλάι στους ησυχαστές της ερήμου. Ο επίσκοπος Ιεροσολύμων τους ανέθεσε μια ειδική αποστολή, να ανακαλύψουν τη θρυλική χαμένη εικόνα της Παναγίας που ζωγράφισε ο ευαγγελιστής Λουκάς, και έτσι βρέθηκαν στους τόπους της ορεινής Αχαίας.  
Σύμφωνα με τις παλαιές παραδόσεις, οι δύο μοναχοί, μετά από πολλές περιπλανήσεις και αποκαλυπτικά όνειρα, συνάντησαν ένα κορίτσι που έβοσκε τα ζώα στην περιοχή της Ζαχλωρούς. Το κορίτσι, που το έλεγαν Ευφροσύνη, τους αποκάλεσε με τα ονόματά τους και τους οδήγησε στο σπήλαιο όπου βρισκόταν η ιερή εικόνα, την οποία φύλαγε φοβερός δράκοντας. Η ίδια το είχε ανακαλύψει, όταν είδε έναν τράγο να εξέρχεται από το σπήλαιο με βρεγμένη τη γενειάδα του από το νερό της πηγής, που έκτοτε ονομάστηκε Πηγή της Κόρης.
Οι μοναχοί έβγαλαν την εικόνα έξω από το σπήλαιο και άρχισαν να απομακρύνουν την πυκνή βλάστηση. Όταν άναψαν φωτιά για να κάψουν τα κλαδιά, ο δράκοντας τινάχθηκε βίαια μέσα από το σπήλαιο. Τότε, μια πύρινη ακτίνα βγήκε από την εικόνα, σαν αστραπή, και κεραυνοβόλησε τον δράκοντα. Σε ανάμνηση αυτού του θαυμαστού γεγονότος, σώζονταν, μέχρι πρόσφατα, τα οστά του δράκοντα, που σήμερα έχουν εξαφανιστεί...


Το Μέγα Σπήλαιο είναι ίσως το πιο μυστηριακό μοναστήρι ολόκληρου του ελλαδικού χώρου. Μαζί με τη Μονή της Αγίας Λαύρας, φαίνεται ότι ηγείται αυτού του άτυπου Αγίου Όρους που απλώνεται ανάμεσα στα ορεινά χωριά των Καλαβρύτων και στο ελατόδασος του Ερύμανθου, εκεί όπου ένα χωριό, στο φως του ήλιου, μοιάζει να βγαίνει μέσα από τη λαμπερή καρδιά του δάσους, η Άνω Βλασία...
Το Μέγα Σπήλαιο δεν είναι αυτό που φαίνεται, δεν είναι αυτό που βλέπουν οι δεκάδες προσκυνητές. Περπατούν σε έναν χώρο του Αοράτου, που καλύπτει διακριτικά την παράλληλη υπόστασή του, και δεν βλέπουν αυτό που είναι μπροστά στα μάτια τους. Το Μέγα Σπήλαιο είναι εκεί και δεν είναι εκεί, από αλλού ξεμυτίζει όπως η κεφαλή του δράκοντα και το τρομερό, το αθώο του βλέμμα –στα έγκατα, όπου περιπλανήθηκαν, σαν χαμένα παιδιά του παραμυθιού, τα πρόσωπα που κάποια άγνωστη θέληση επέλεξε να τους εμπιστευθεί το μυστικό αυτού του Τόπου και τη θεμελίωση του μοναστηριού.

Η επίσκεψη στο μοναστήρι δεν έχει απρόοπτα, η διαδρομή είναι οργανωμένη. Το ρεύμα των προσκυνητών κατευθύνεται στον θεοσκότεινο ναό και στην άκρη του σκοταδιού, στην άκρη του παραπετάσματος που σχηματίζουν οι σιωπηλές φλογισμένες μορφές του τέμπλου, εκεί όπου, μέσα από την επάργυρη θήκη της, ξεπροβάλει η Μαύρη Παναγιά, η Κυρία του Μεγάλου Σπηλαίου. Αμηχανία, που οι προσκυνητές μπορούν να διαχειριστούν με την πίστη τους, και οι τουρίστες με την αφασία τους. Μαύρο...πιο μαύρο από το μαύρο (nigrum nigrius nigro, λένε οι αλχημιστές). Η άβυσσος της Πρώτης Ύλης, και γύρω από την κεφαλή της Μητέρας και του Παιδίου, η κορώνα του Ηλίου. Η πιο Ερμητική εικόνα της Ορθοδοξίας.

Αλλά η μυσταγωγία, που προσφέρεται σε όλους, δεν τελειώνει εκεί. Το Δέντρο της Ζωής, το Δέντρο του Παραδείσου, κάνει αισθητή την παρουσία του μέσα στο ναό, σκαλισμένο με αυστηρότητα πάνω στο μάρμαρο. Και λίγο πιο πέρα, έξω από το ναό, στην άκρη του σπηλαίου, εκεί όπου αναβλύζει το αγίασμα, το Ύδωρ της Ζωής –αν νικήσεις τον δράκοντα, αν εισέλθεις στο Σπήλαιο...

«Το δε σκότος ύδωρ εστί φοβερόν»...αυτό το σκοτάδι είναι νερό, νερό τρομακτικό, θυμάμαι την περίεργη φράση από τα Φιλοσοφούμενα του Ιππολύτου. Ποιά τέχνη ή ποιά αγάπη μυστική, ποιό Έλεος, ή ποιά τρέλα, μπορεί να μετατρέψει αυτό το ύδωρ του θανάτου, αυτόν τον δηληριώδη Υδράργυρο που θα σκότωνε κάθε ζωντανό πλάσμα, σε ύδωρ ζωής;
Θυμάμαι τα λόγια του αλχημιστή: η Μαγική Γη τέρπεται από το Γάλα της Παρθένου, και αποκαλείται Παρθένος επειδή τίποτα δεν παράγει αλλά μένει κρυμμένη και άεργη, στο κέντρο του κέντρου...

Η σύντομη διαδρομή προς το αγίασμα είναι και αυτή τρόπον τινά σκηνοθετημένη. Συναντάς έναν Εσταυρωμένο και στη βάση του μια κρύπτη, μια σπηλιά σε σμίκρυνση, τρισδιάστατη, που παραπέμπει στη γνωστή εικόνα με το κρανίο του Αδάμ, που βρίσκεται μέσα στο σπήλαιο του Κάτω Κόσμου και από πάνω ο Σταυρός του Γολγοθά. Στη μικρογραφία αυτή της σπηλιάς, όπου μέσα της καίει ένα καντήλι, οδηγεί μια σειρά από σκαλάκια τόσο μικρά, που μόνο οι νάνοι της παιδικής μας ηλικίας θα μπορούσαν να τα ανεβούν. Πρέπει να μικρύνεις για να καταφέρεις να εισέλθεις στο Μέγα Σπήλαιο, αν ποτέ ονειρεύτηκες την ύπαρξή του. Πρέπει να μικρύνεις τον εαυτό σου, αυτό φαίνεται να είναι το μήνυμα.

Οι Εικονομάχοι έκαψαν το μοναστήρι το 840. Το παραμύθι ήθελαν να κάψουν, για να υψώσουν πάνω από τις στάχτες του τον δικό τους θεό, εκείνο το απρόσιτο και ακατανόητο ον που αργότερα, ως Μέγας Ωρολογοποιός, θα αποθεωνόταν από μια νεκροζώντανη Ευρώπη. Αλλά το παραμύθι είναι ακόμη εδώ.

Δημήτρης Τσουμάνης