1.10.11

PANTARBUS – ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΛΙΘΟΣ ΚΑΙ ΑΛΧΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ




Pre omnibus autem solaris est lapis, quem invenisse fertur Apollonius, nomine pantaura, qui alios lapides ad se trahit, quemadmodum magnes ferrum…
Πριν απ' όλους είναι ο λίθος ο ηλιακός, τον οποίον λέγεται ότι ανακάλυψε ο Απολλώνιος, ονομάζεται pantaura, που τους άλλους λίθους έλκει, όπως ο μαγνήτης τον σίδηρο...
De Occulta Philosophia, 1, 23

Στα ελληνικά λέγεται παντάρβη. Μυθική λίθος της Ανατολής, της «Ινδίας», αναφέρεται στις μαγικές διηγήσεις Τα εις τον Τυανέα Απολλώνιον του Φιλόστρατου και στα Αιθιοπικά του Ηλιόδωρου. Πέτρα θαυμαστών ιδιοτήτων, θα ήταν απίθανο να μην εμφανιστεί ως τάλισμαν. Και πράγματι, από την παντάρβη υποτίθεται ότι κατασκευάζονταν πανίσχυρα τάλισμαν που προστάτευαν αυτούς που τα φορούσαν από τη φωτιά: παντάρβη, πυρός μη τάρβει, λέει το αρχαίο λογοπαίγνιο («παντάρβην φορέουσα πυρός μη τάρβει...», Αιθιοπικά, 8, 11).

Ερυθρή ακτινοβόλος «μαγνητική» λίθος που έλκει όλες τις άλλες λίθους. Η μαγνησία των αλχημιστών, η παντάρβη αποκαλείται από τους Ερμητιστές του Μεσαίωνα lapis solaris (ηλιακή λίθος), η πέτρα που έλκει τον χρυσό και τους θησαυρούς του υπόγειου κόσμου. Οι Ερμητιστές χάρισαν στην παντάρβη και μία υπέροχη ονομασία: Pantaura, δηλαδή παν και αύρα, η αύρα του παντός, η των πάντων πνοή, η πνοή που έλκει τα πάντα. Και όχι τυχαία, η παράδοση υποδεικνύει ότι η παντάρβη ή ο παντάρβης λίθος μπορεί επίσης να είναι ο σμάραγδος, σύμβολο του Ερμή, του spiritus mundi, του «παγκόσμιου πνεύματος» το χρώμα του οποίου είναι πράσινο...

Η παντάρβη–pantaura έχει ονομαστεί και pantherus, ίσως σαν λογοπαίγνιο με την ονομασία της pantaura στο αρσενικό γένος, pantaurus. Ο Cornelius Agrippa γράφει στο De Occulta Philosophia ότι αποκαλείται pantherus (πάνθηρας) επειδή είναι κατάστικτη με χίλια χρώματα και ότι για τον ίδιο λόγο λέγεται και pantochras (παν και χρως). Εμφανίζει επομένως τα χαρακτηριστικά της Φιλοσοφικής Λίθου στο στάδιο εκείνο του Μεγάλου Έργου που αποκαλείται «ουρά του ταώ».
 


Από την αρχαιότητα, ήδη, η «λίθος που δεν είναι λίθος», όπως επαναλαμβάνουν οι αλχημιστές, που είναι και δεν είναι λίθος, εμφανίζεται με δύο ονόματα, πότε στο θηλυκό και πότε στο αρσενικό γένος, κάτι που δεν είναι βεβαίως συμπτωματικό και θα διατηρηθεί και στις λατινικές ονομασίες: Pantarbe (Παντάρβη) και Pantarbus (Παντάρβης). Άλλωστε, η ίδια η λέξη λίθος ανήκει και στα δύο γένη. Σύμφωνα με την παράδοση, όμως, η Φιλοσοφική Λίθος είναι στο τελικό στάδιο αρσενική. Στο στάδιο Rubedo, της Ερύθρωσης.
Αυτό είναι πολύ μεγάλο θέμα, γιατί είναι αυστηρά αρσενική η Φιλοσοφική Λίθος και όχι θηλυκή ή ερμαφρόδιτη, όπως σε προηγούμενα στάδια, συμβολικά μιλώντας πάντα. Δεν θα επεκταθώ, έχω αναφερθεί αλλού στο ζήτημα αυτό που αφορά μία συνολική θεώρηση της Παράδοσης. Σημειώνω απλώς ότι αυτός είναι ο λόγος που ο Cesare della Riviera, σε αυτό το αριστούργημα της ερμητικής ποιητικής που είναι το βιβλίο του με τίτλο Il Mondo Magico de gli Heroi (Ο Μαγικός Κόσμος των Ηρώων), αποκαλεί την Παντάρβη, που την ονομάζει Pentaura, Ηρωϊκή Λίθο, «λίθο των Ηρώων» –Ήρως είναι για τον della Riviera η καταλληλότερη ονομασία του Ερμητικού Φιλοσόφου. Αυτή η Pentaura, να είναι μόνον μία παραφθορά της Pantaura, ή τυπογραφικό λάθος; Ή μήπως όντως αποτελείται από τις λέξεις πέντε και αύρα, και ο συγγραφέας την χρησιμοποιεί ως μία ακόμη εναλλακτική ονομασία της πεμπτουσίας, του αιθέρα. Ο πανθορών αιθέρας, που παρακολουθεί και καταγράφει τα πάντα...

(Ή, για το προσαρμόσω στη νοοτροπία της εποχής μας, με κίνδυνο να πω ανακρίβειες ή, ακόμη χειρότερα, ψέματα: ο αιθέρας στον οποίον καταγράφονται τα πάντα.)

Είναι πιθανό από την ονομασία pantherus, στο θηλυκό γένος panthera, να προήλθε ένα ακόμη συμβολικό λογοπαίγνιο για την Παντάρβη, η λέξη Pantheora, που θα μπορούσε να προέρχεται από το «πανθ’ ορά» και να σημαίνει αυτή που παν θεόν ορά ή παν θεών ορά, που βλέπει όλους τους θεούς, που παρακολουθεί τις υποθέσεις τους. Pantheora είναι τότε ο πανθορών οφθαλμός, δηλαδή η Κόρη, η Κόρη Κόσμου, όπως είναι ο τίτλος μίας γνωστής ερμητικής πραγματείας. Αλλά η Pantheora δεν παραπέμπει φωνητικά στην Πανθαύρα, η οποία και έγινε στη μεταγραφή της στα λατινικά Pantaura; Το περίεργο αυτό όνομα της Παντάρβης βρίσκεται σε ένα ποίημα του 16ου αιώνα που τιτλοφορείται Aenigma della pietra phisica (Αίνιγμα της φυσικής πέτρας). Ο γιατρός Lorenzo Ventura, που το  έχει συνθέσει, αφήνει να υπονοηθεί ότι Pantheora σημαίνει πανωραία, καθώς γράφει «Pantheora λέγεται, αν και στην όψη ευτελής» και συνεχίζει ακολουθώντας την παραδοσιακή περιγραφή της πρώτης ύλης των αλχημιστών: «περνιέται από πολλούς για άχρηστη και τιποτένια». Από το έργο αυτό της ιταλικής ερμητικής παράδοσης, που περιέχει συνοπτικά όλα όσα πρέπει να γνωρίζει κανείς για την Παντάρβη–Pantheora, μεταφράζω ένα απόσπασμα:

Στην Ινδία (το πιο θερμό μέρος του κόσμου)
Γεννιέται πέτρα τέτοια που μέσα της κλείνει
Δυνάμεις απεριόριστες, που προέρχονται από τον ουρανό:
Pantheora λέγεται, αν και στην όψη ευτελής
Περνιέται από πολλούς για άχρηστη και τιποτένια.
Μόνον οι Εκλεκτοί κι όσοι δοσμένο το έχουν απ’  τη φύση
Γνωρίζουν εξ άλλων μυστικών το αίμα της να εξορύξουν
Με τέχνημα που όμοιό του δεν υπάρχει.
Και επειδή μες σ’ αυτήν υπάρχει Υδράργυρος και θείον,
Χρυσός και Άργυρος, όχι εκείνα που όλοι ξέρουν,
Αλλά χυμός ουράνιος θερμός, λιπαρός
Με το γαιώδες μέρος καθαρό, ψυχρό και ξηρό,
Ενωμένα κατά τρόπο θαυμαστό,
Ψυχή, πνεύμα και σώμα, τέσσερα και ένα...

Σε αυτή την περιγραφή, πρέπει να προσθέσουμε και τα όσα αποκαλυπτικά αφηγείται ο Ιάρχας, ο Ινδός σοφός, στον περιπλανώμενο Απολλώνιο τον Τυανέα. Είναι μία από τις πιο ωραίες περιγραφές της Φιλοσοφικής Λίθου που προέρχονται από την αρχαιότητα. Ο θρύλος και η αναζήτηση του θαυμαστού, τα ορυκτά μυστήρια και η Ιερή Τέχνη της Αλχημείας, όλα αυτά συνυπάρχουν στο πρωτότυπο κείμενο και μεταδίδονται, και μία μεταγραφή στη σημερινή μορφή της γλώσσας μας πρέπει να τα αποδώσει, στο μέτρο του δυνατού:
«...Κυοφορείται μέσα στην κούφια γη [εν γη κοίλη] σε βάθος τέσσερεις οργιές. Κατά τη διάρκεια της κυοφορίας της παράγει μία τέτοια πνοή [πνεύμα] που η γη φουσκώνει και σε πολλά σημεία ρηγματώνεται. Δεν μπορεί κανείς να τη βρει αναζητώντας την, γιατί ξεφεύγει [αποδιδράσκει], αν δεν εξαχθεί με γνώση [μετά λόγου]. Αλλά μόνον εμείς, με τα κατάλληλα έργα και λόγια, μπορούμε να εξορύξουμε την παντάρβη: αυτό είναι το όνομά της. Τη νύχτα φωτίζει σαν να είναι ημέρα, όπως η φωτιά, γιατί έχει τα χρώματα της φλόγας και ακτινοβολεί. Αν την κοιτάξει κάποιος κατά τη διάρκεια της ημέρας είναι εκτυφλωτική, με αναρίθμητες μαρμαρυγές. Το φως της είναι διάχυση μιας ανείπωτης έντασης, καθετί που βρίσκεται κοντά το έλκει προς τη δική της φύση [τ δ ν ατ φς πνεμά στιν ρρήτου σχύος, πν γρ τ γγς σποιε ατ]...» (Τα εις τον Τυανέα Απολλώνιον, 3, 46)

Δεν μπορεί κανείς να βρει την Παντάρβη (ή την πέτρα του Γκράαλ) απλά αναζητώντας την, διδάσκει ο Ιάρχας τον Απολλώνιο, γιατί αυτή ξεφεύγει, αποδιδράσκει, όπως γράφει το πρωτότυπο κείμενο, ξεγλιστράει, «γλιστράει από τα χέρια». Έχει μία ζωή δική της. Θέλει μία τέχνη λεπτή, για να εξορύξεις αυτή την πέτρα που δεν είναι πέτρα, φαίνεται να λέει ο Ινδός. Γιατί, σύμφωνα με τον σαφή υπαινιγμό, η Παντάρβη είναι, σε αυτό το σημείο, ο Υδράργυρος, το ασταθές και πτητικό «αργύριον ύδωρ». Χρειάζεται μία τέχνη και μία λογική παράδοξη για να συλλάβεις κάτι που είναι «φεύγον αεί» (αεικίνητον!) όπως λέει ο αλχημιστής Ζώσιμος, ο όποιος μάλιστα είχε δώσει σε μία πραγματεία του τον τίτλο Περί Δεσμεύσεως της Κόρης : «...ίνα δεσμεύσωμεν την φυγαδοδαίμονα κόρην δια χειρών». Φυγαδοδαίμων Κόρη και Αταλάντη Φεύγουσα (Atalanta Fugiens), η Παντάρβη που ανακάλυψε ο Απολλώνιος είναι η Άρτεμις. Πέτρα λευκή, ως Κόρη, και μαύρη πέτρα – λυδία λίθος – ως Μητέρα, είναι η Λατώ (Λητώ), μητέρα της Άρτεμης και του Απόλλωνα. Μητέρα της σεληνιακής λίθου και της ηλιακής λίθου, η μαύρη πέτρα, λίθος μέλαινα, είναι το ζωντανό σύμβολο του αρχέγονου Χάους στον ορυκτό και μεταλλικό μικρόκοσμο. Και εδώ ο κύκλος των μεταμορφώσεων της Λίθου ολοκληρώνεται. 




Στην αλχημεία του λόγου, alchimie du verbe, αυτή καθ’ αυτή, που ονομάζεται ποίησις, ισχύουν οι ίδιοι ή ανάλογοι νόμοι. Στο εμβληματικό ποίημα του Στέφαν Γκεόργκε που τιτλοφορείται ακριβώς Das Wort (Η λέξη) και είναι ένα ποίημα για την ποίηση, ο ποιητής αφηγείται ένα συμβάν που σημάδεψε την επιστροφή του από ένα μοναχικό ταξίδι στην ποιητική χώρα, στον τόπο εκείνο όπου ισχύουν άλλοι νόμοι, παράδοξοι, ακατανόητοι. Είχε ταξιδέψει, για μία ακόμη φορά, «με θαύματα κι όνειρα μακρινά» στη γη του. Έτσι την αποκαλεί, «η γη μου», με αυτή την κτητική αντωνυμία που κατά παράδοση χρησιμοποιούν οι Ερμητιστές για να αναφερθούν στη φιλοσοφική γη και σε όλα όσα ανήκουν στη μυστική περιοχή της τέχνης τους: η γη μας, ο υδράργυρός μας, η μαγνησία μας, η Λατώ μας, η πέτρα μας (λίθος των φιλοσόφων που το Έργο θα μετατρέψει σε λίθο φιλοσοφική) και τα λοιπά. Κάθε φορά που επιστρέφει ο ποιητής, φέρνει μαζί του ένα κειμήλιο, έναν θησαυρό, αυτά που ανακάλυψε περιπλανώμενος στην ποιητική ενδοχώρα. Και έρχεται η ώρα που θα πρέπει να δώσει ένα όνομα, η ώρα κατά την οποία το κειμήλιο θα γίνει ποίημα, ο άγνωστος θησαυρός της χώρας των θαυμάτων θα φιλοξενηθεί στη χώρα των ανθρώπων.

Αλλά γιατί θα πρέπει ο θησαυρός να βρει έναν τόπο σε αυτήν εδώ τη γη; Δεν θα μπορούσε να παραμείνει ένα ιδιωτικό κειμήλιο; Και τί σημασία θα είχε η απάντηση σε ένα τέτοιο ερώτημα; Ο Χαίλντερλιν, αυτός ο δεινός δύτης του ποιητικού βυθού που προηγήθηκε του Γκεόργκε, λέει:

Μιλήσατε με τη θεότητα, αλλά ξεχάσατε όλοι αυτό, ότι οι πρώτοι καρποί δεν είναι για θνητούς, ότι ανήκουν στους θεούς. Ο καρπός πρέπει να γίνει πρώτα πιο κοινός, πιο καθημερινός, τότε μόνον θα ανήκει στους θνητούς

Σχολιάζοντας τον αποσπασματικό αυτό λόγο, ο Μάρτιν Χάιντεγκερ, που είχε αφιερώσει στον Χαίλντερλιν όχι λιγότερο χρόνο από εκείνον που είχε αφιερώσει στους φιλοσόφους, σημειώνει ορισμένα συμπεράσματα για τη γλώσσα εν γένει αλλά και για τον τρόπο που αυτή βιώθηκε τόσο μέσα στις ποιητικές όσο και στις φιλοσοφικές παραδόσεις. Και μάλιστα, σε ό,τι αφορά ειδικότερα το θέμα μας, πρέπει να σημειωθεί ότι οι διευκρινήσεις του Χάιντεγκερ επαληθεύονται από την ερμητικο–αλχημική γραμματεία, ακριβώς επειδή αυτή διαμορφώθηκε μέσα στους αιώνες σε ένα ενδιάμεσο πεδίο όπου συναντιούνται η ποίηση, η μυθολογία, η επιστήμη και η φιλοσοφία. Όποιος επιθυμεί να μελετήσει τα αλχημικά βιβλία, που είναι βιβλία φιλοσοφικά, αφιερωμένα στην αναζήτηση της φιλοσοφικής λίθου, ας έχει κατά νου τις γραμμές που ακολουθούν: «Η γλώσσα εκφράζεται τόσο με τον λόγο τον πιο αποκρυσταλλωμένο και τον πιο άδηλο, όσο και με τον λόγο τον πιο κοινό ή συγκεχυμένο. Πράγματι, ακόμη και ο πιο ουσιαστικός λόγος, αν πρόκειται να κατανοηθεί και να γίνει έτσι κτήμα όλων, πρέπει να γίνει κοινός...Το αποκρυσταλλωμένο και το κοινό συνιστούν κάτι το ειπωμένο. Η λέξη ως λέξη ποτέ δεν προσφέρει κάποια χειροπιαστή εγγύηση ότι είναι μία λέξη ουσιαστική ή μία απάτη. Το αντίθετο, μία ουσιώδης λέξη, μέσα στην απλότητά της, συχνά φαίνεται ασήμαντη» (βασίζομαι στη μετάφραση του Keith Hoeller, Elucidations of Hölderlins Poetry, 2000, σελ. 55)

Για να επιστρέψω στο ποίημα του Γκεόργκε, η κατονομασία είναι μία διαδικασία που περιγράφεται με μία γλώσσα εξίσου συμβολική και η ανάλογη εικονοπλασία παραπέμπει σε μυστική τελετή. Ο περιπλανώμενος φέρνει το κειμήλιο και το αποθέτει σε έναν τόπο όπου βρίσκεται μία πηγή, δίπλα σε ένα άλσος, μπορούμε να φανταστούμε, δηλαδή μέσα στη Μαγική Γη και συγκεκριμένα στο όριο που χωρίζει, και ενώνει, τις δύο περιοχές. Εκεί τον περιμένει η «ζοφερή Νόρνη» («η Μοίρα η τεφρή» αποδίδει η Έλενα Νούσια στη μετάφρασή της). Η Νόρνη αποκαλείται έτσι γιατί προφανώς είναι καλυμμένη με πέπλο, όπως η Donna Velata που εμφανίζεται στο όνειρο του Σολωμού. Σκοτεινή και απόκρυφη, κατ’ ουσίαν αόρατη, αυτή η μορφή δεν είναι άλλη από την Dark Lady, τη Δέσποινα των Λογισμών στην οποία αφιέρωσε τα σονέτα του ο Σαίξπηρ. Και δεν είναι άλλη από τη μυστική αδελφή στο Άσμα Ασμάτων, η οποία, αν και είναι κατάμαυρη, καμένη από τη λαύρα του Ηλίου, είναι όμορφη: «μέλαινά ειμι εγώ και καλή...μη βλέψητέ με ότι εγώ ειμι μεμελανωμένη, ότι παρέβλεψέ με ο ήλιος...» Σε αυτούς τους στίχους, οι αλχημιστές είδαν την περιγραφή της πέτρας τους, της πρώτης ύλης η οποία κατά τη διάρκεια του Έργου θα λευκανθεί. Είναι μαύρη απ’ έξω και λευκή από μέσα. Παρθένος και μητέρα. Είναι η Μητέρα του Χριστού, η μητέρα του Χρυσού, η Μαύρη Κυρία (Μαύρη Μαντόνα), η Κυρία του Μεγάλου Σπηλαίου.

Η Νόρνη κοιτάζει μέσα στην πηγή, όπου αντανακλάται το είδωλο του θησαυρού, για να βρει το μυστικό όνομα, τη Λέξη, και να τη χαρίσει στον ποιητή. Φαίνεται ότι εφαρμόζει ένα ιδιότυπο είδος υδατομαντείας, μία μορφή κατοπτρομαντείας: κοιτάζει μέσα στον δικό της βυθό. Άραγε τί να εμφανίζεται εκεί;

Ο θησαυρός είναι ένα αντικείμενο που έχει παράξενη φύση, ένα πράγμα ρευστό, σαν να υπάρχει και να μην υπάρχει ταυτόχρονα. Σαν ένα νερό που δεν βρέχει τα χέρια, όπως περιγράφουν οι αλχημιστές τον υδράργυρό τους... Όταν όμως η Νόρνη του δώσει όνομα, το όνομα που προσιδιάζει στην εσώτερη φύση του, τότε ο ποιητής μπορεί να το αδράξει, να το πιάσει σφιχτά στα χέρια του. Τότε αυτό αρχίζει να ακτινοβολεί και μαζί του ακτινοβολούν τα πάντα.

Να πώς ακούγεται στα ελληνικά, στην ωραία μετάφραση της ποιήτριας Έλενας Νούσια, ολόκληρο το ποίημα του Στέφαν Γκεόργκε:

Η λέξη

Με θαύματα κι όνειρα μακρινά
Στης γης μου έφτανα τα μέρη τ’ ακρινά

Και καρτερούσα η Μοίρα η τεφρή
Μες στην πηγή της τ’ όνομα να βρει –

Τότε σφιχτά μπορούσα να τ’ αδράχνω και γερά
Ανθούν τώρα στα πέρατα όλ’ αστραφτερά...

Κάποτε από ταξίδι έφτασα καλό
Μ’ ένα κειμήλιο πλούσιο κι απαλό

Μίλησε κι είπε ώρα σαν έψαξε πολλή:
«Τίποτε στο βυθό εδώ δεν κοιμάται τον βαθύ»

Τότε ’κείνο μέσ’ απ’ τα χέρια μου γλιστρά
Που η γης μου πια το θησαυρό ποτέ δεν αποκτά...

Πενθώντας την παραίτηση έμαθα έτσι:
Πράγμα κανένα πως δεν είναι όπου λείπει η λέξη.

Η εμπειρία του Γκεόργκε επαληθεύει απολύτως τη συμβολική της Ερμητικής Παράδοσης αλλά και ολόκληρης της παραδοσιακής ποιητικής. Η Λίθος ή, κατ’ αναλογία, η μυστική Λέξη είναι δώρο της Νύμφης, της Μητέρας Φύσεως. Αν η Μούσα δεν δωρίσει το όνομα, τότε ο θησαυρός περνάει στην ανυπαρξία και η γη του ποιητή μένει Έρημη Χώρα.
Μούσα, μοι έννεπε...

Δημήτρης Τσουμάνης






ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ:
ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΚΟΥΝΕΛΛΗ (PERFORMANCE, ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ) ΚΑΙ ΤΟΥ SIMON PASIEKA (ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ)