8.11.13

Στον ερμητικό λαβύρινθο

Σχετικά με το ψευδοερμητικό Corpus Hermeticum και άλλες παρανοήσεις της περιπέτειας του Ερμητισμού
 



Υπάρχει κάποια σοβαρή σύγχυση που έχει προκληθεί από διάφορους όρους και ορολογίες γύρω από τις παραδόσεις που έχουν συνδεθεί με το όνομα του Τρισμέγιστου Ερμή, και αυτή τη σύγχυση θα αποπειραθώ να ξεδιαλύνω, χωρίς να καταφύγω σε περιττές λεπτολογίες. Το ζητούμενο είναι, πρώτα πρώτα, μια πιο ξεκάθαρη γενική εικόνα για όλα αυτά, που έχουν παρανοηθεί, συχνά ακούσια αλλά όχι πάντοτε αθώα.
Από την αρχή πρέπει να τεθεί ως δεδομένο ένα πράγμα: ότι υπάρχει εδώ και δύο χιλιάδες, τουλάχιστον, χρόνια μια τέχνη που ονομάζεται αλχημεία και ότι μόνο η αλχημεία, αλλά και οι διάφορες εκδηλώσεις που βρέθηκαν υπό την άμεση επιρροή της, πρέπει να προσδιορίζονται με το όνομα Ερμητισμός. Βέβαια, και για τα δύο αυτά σημεία απαιτείται μεγάλη συζήτηση για να καταδειχθεί επακριβώς ότι αποτελούν κάτι περισσότερο από έναν απλό ισχυρισμό. Εδώ θα παρουσιάσω τα βασικά στοιχεία αυτής της μεγάλης συζήτησης.

Η σύγχυση ξεκινά από το γεγονός ότι όροι όπως ερμητισμός, ερμητικός, ερμητικά κείμενα, ερμητική φιλοσοφία, χρησιμοποιήθηκαν για να ονομαστούν διάφορα ετερόκλητα κείμενα τα οποία δεν ανήκουν σε μια ορισμένη συγκροτημένη παράδοση αλλά σε διακριτά ρεύματα, τα οποία δεν έχουν τίποτα το ειδικά «ερμητικό» πέρα από το ότι επικαλούνται, ως αυθεντία, τον Ερμή τον Τρισμέγιστο. Με δεδομένη την ετερογένεια των κειμένων, οι μελετητές προχώρησαν σε κατατάξεις και κατηγοριοποιήσεις, και από εδώ ξεκίνησαν όλες οι αυθαιρεσίες. Ο Festugière, αυτός ο ακαταπόνητος λόγιος στον οποίον τόσα χρωστά η έρευνα, διέκρινε δύο σύνολα, και τα ονόμασε κατά τρόπο τέτοιον που προκαλεί την ψευδαίσθηση ότι αποτελούν δύο είδη «ερμητισμού»: ο λαϊκός ερμητισμός (hermétisme populaire) από τη μία, στον οποίο συνωθούνται αδικαιολόγητα κάθε είδους κείμενα μαγικά, αστρολογικά και αλχημικά, και ο – υποτιθέμενος – λόγιος ή φιλοσοφικός ερμητισμός (hermétisme savant/philosophique) από την άλλη, που περιλαμβάνει τη βυζαντινή συλλογή που είναι γνωστή με τη λατινική ονομασία Corpus Hermeticum και άλλα παρεμφερή κείμενα. Είναι εμφανές ότι η ορολογία του Festugière  περιέχει και μια αξιολογική κρίση για τα ίδια τα κείμενα. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίον στη συνέχεια η έρευνα αντικατέστησε τον όρο λαϊκός με τον πιο ουδέτερο όρο τεχνικός, και απάλειψε τον όρο savant, κρατώντας μόνο τον όρο φιλοσοφικός. Αλλά το πρόβλημα της αυθαίρετης κατάταξης – ανάμεσα σε technical Hermetica και philosophical Hermetica – παρέμεινε.
Πολύ πρόσφατα η έρευνα άρχισε να αφυπνίζεται και αναμένεται να έχει μέλλον, ενισχυσμένη μάλλον από την αναθεωρητική τάση που συχνά μοιάζει να έχει πάρει τη μορφή επιδημίας στους ακαδημαϊκούς χώρους (σε ορισμένες περιπτώσεις: σαν να μην έχει η μελέτη άλλο σκοπό παρά να ανατρέψει όσα υποστήριξαν οι προηγούμενοι, αλλά βέβαια πάντα διαφαίνονται κάποιοι βαθύτεροι λόγοι). Ο Jean-Pierre Mahé [1] διαβάζει τα αστρολογικά Hermetica ως exercices spirituels (πνευματικές ασκήσεις), δηλαδή ως φιλοσοφία, ακολουθώντας τα διδάγματα του Pierre Hadot για την αρχαία φιλοσοφία ως «ασκητική», «τρόπο του βίου». Αυτή η στροφή δεν είναι άσχετη από το ανανεωμένο ενδιαφέρον για τη θεουργία, που δεν αντιμετωπίζεται πλέον από τη στενά τελεστική της διάσταση, αλλά ως μια πολλαπλή και πολύπλευρη φιλοσοφική πράξη. Στην ίδια γραμμή, ο Olivier Dufault αναγνωρίζει στο έργο ενός αλχημιστή, του Ζώσιμου του Πανοπολίτη, «ανθρωπολογικά πειράματα» [2]. Η διάκριση ανάμεσα σε ένα υποτιθέμενο τεχνικό και σε έναν υποτιθέμενο φιλοσοφικό Ερμητισμό δεν αμφισβητείται απλώς, αναιρείται πλέον στην πράξη. Αν είχε προσεχθεί και μελετηθεί το έργο του Henry Corbin  – για παράδειγμα, οι εξαιρετικές μελέτες του για την ιρανική αλχημεία, την αλχημεία ως Ιερατική Τέχνη [3] – η έρευνα θα είχε εκτιναχθεί σε περιοχές απρόσιτες ακόμα, και θα είχε προ πολλού εγκαταλείψει τις σαθρές βεβαιότητες του σχολαστικισμού.

Τα κείμενα του λεγόμενου φιλοσοφικού Ερμητισμού, τί το φιλοσοφικό περιέχουν, το οποίο στερούνται τα λεγόμενα τεχνικά κείμενα; Γιατί να θεωρούνται ο Ποιμάνδρης ή ο Ασκληπιός ανώτεροι από τους αλχημιστές; Με ποιά έννοια της φιλοσοφίας θα κρίνουμε τα κείμενα της Ύστερης Αρχαιότητας; Η απάντηση, όσο και αν αυτό εκπλήσσει, έχει ήδη δοθεί, εδώ και αιώνες, από τους αλχημιστές, οι οποίοι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν στάθηκαν ιδιαίτερα στο Corpus Hermeticum. Ο Olaus Borrichius, τον 17ο αιώνα, σε κείμενο που περιλαμβάνεται σε μία από τις κλασικές συλλογές της αλχημείας, είναι σαφής και κατηγορηματικός: «...ο Ποιμάνδρης, ο Ασκληπιός και τα υπόλοιπα γραπτά...κατά την κρίση της πλειοψηφίας των επαϊόντων συντάχθηκαν από κάποιον ημιχριστιανό Πλατωνικό» [4]. Δεν είναι φιλοσοφικό, δηλαδή ερμητικό το Corpus Hermeticum κατά τον Borrichius, με την έννοια που έχουν οι όροι για τους Ερμητιστές  (δηλαδή τους αλχημιστές), για τους οποίους το φιλοσοφικό είναι συνώνυμο του ερμητικού, και αντιστρόφως. Η κρίση του Borrichius δεν έχει βέβαια ιστοριογραφική ισχύ, αλλά ως προϊόν μιας ορισμένης εποχής και συγκεκριμένων ιστορικών διαδικασιών, καταδεικνύει ότι οι αλχημιστές είχαν πλήρη συνείδηση ότι η παράδοση της οποίας οι ίδιοι θεωρούσαν ότι αποτελούν μέρος διαφοροποιείται σαφέστατα τόσο από τον Πλατωνισμό όσο και από τον Χριστιανισμό [5]. Που σημαίνει ότι δεν αρκεί κάτι να ονομάζεται ερμητικό για να είναι ερμητικό. Τί πιο εύκολο για τους Ερμητιστές από το να υιοθετήσουν ως μέρος, αν όχι ως κορωνίδα, της παράδοσής τους το περιβόητο Corpus Hermeticum; Δεν το έπραξαν όμως, και αυτό κάτι δείχνει. Δεν είναι αυτό κάτι που θα έπρεπε να προβληματίσει;
Είναι λοιπόν αναγκαίο να ξαναδούμε αυτή την τέχνη που ονομάζεται αλχημεία, και την ιστορία της. Για πολλούς αιώνες, όταν οι άνθρωποι αναφέρονταν στον Ερμή, αναφέρονταν συνθηματικά σε μια ορισμένη τέχνη. Η αύρα του θρύλου, στη δημιουργία του οποίου το Corpus Hermeticum συνέβαλε βεβαίως τα μέγιστα, ακολουθούσε, όπως η ουρά ενός κομήτη. Όταν συγχέουμε το nimbus με το locus του Ερμητισμού – και το αληθινό locus του Ερμητισμού είναι η αλχημεία...αλλά η αλχημεία ως Ιερή Τέχνη – το αποτέλεσμα είναι περισσότερη σύγχυση πάνω σε ένα θέμα που είναι από τη φύση του ρευστό, διαφεύγον, υδραργυρικό...

Φυσικά τίθεται το ερώτημα: η αλχημεία μπορεί να θεωρηθεί ως ενιαία παράδοση; Και από ποιές ασυνέχειες σημαδεύτηκε; Αν απαντήσουμε, αν μπορούμε να απαντήσουμε, ας μην έχουμε τουλάχιστον τη αυταπάτη ότι μόνο τότε θα διαφωτίζονταν λίγο ή πολύ και τα υπόλοιπα ερωτήματα. Δεν κρίνονται δηλαδή τα πάντα από το ερώτημα αυτό. Είναι μυωπικό να νομίζει κανείς ότι κάθε ασυνέχεια (κάθε ασυνέχεια που διαισθάνεται ή μπορεί να ανιχνεύσει) συνεπάγεται την α-συναρτησία, όταν αυτό που εμφανίζεται ως απότομη τομή ενδέχεται να είναι μια φάση, μια όψη μιας πνευματικής περιπέτειας με μυριάδες άλλες όψεις, που δεν είναι δυνατόν να αναπαρασταθούν σαν να παρατάσσονται σε ευθεία γραμμή ή να κλειστούν σε ένα ολικό σχήμα που θα ικανοποιεί τους σχολαστικούς λογίους. Το σημαίνον είναι ότι η αλχημεία βιώθηκε ως ενιαία παράδοση.

Ο ερμητικός συμβολισμός είναι πράγματι ενιαίος. Δεν είναι αποτέλεσμα εξέλιξης, όλα τα  θεμελιώδη στοιχεία εντοπίζονται ήδη στα κείμενα της αλεξανδρινής αλχημείας. Κείμενα που είναι ταυτόχρονα τεχνικά και φιλοσοφικά. Το αλχημικό εργαστήριο είναι ένα φιλοσοφικό εργαστήριο, όπου ο κοσμολογικός μικρόκοσμος αποκαλύπτει τις μεταμορφώσεις του. Η θεωρία δοκιμάζεται στο καμίνι της πράξης και εξέρχεται ανανεωμένη. Η δοκιμασία της ύλης δεν συνεπάγεται την αμφισβήτηση των φιλοσοφικών αρχών (το πείραμα εδώ έχει άλλη έννοια) αλλά την εμβάθυνση, την εμβάπτιση του νου σε ένα πεδίο ανοίκειο και μυστηριακό. Visita interiora terrae...
Αυτό είναι το ερμητικό locus. Η αύρα, το nimbus του Ερμητισμού, αφορά τους διάφορους τρόπους με τους οποίους η φιλοσοφική αλχημική εμπειρία μεταμορφώθηκε σε διδασκαλία, μύθο, τέχνη, ποίηση, αφορά τα διάφορα πεδία των επιδράσεων μιας πρακτικής η οποία, μέχρι την εποχή του Διαφωτισμού, τουλάχιστον, προκαλούσε τον γενικό σεβασμό, αλλά και δέος, και φθόνο – και συνεπώς την ανάγκη: να ελεγχθεί η αλχημεία, να προσαρμοστεί, να «ομαλοποιηθεί», να χρησιμοποιηθεί, να γελιοποιηθεί και τελικώς να ανατραπεί. Το αποτέλεσμα είναι η αλχημεία να είναι ακόμη παρούσα, παρούσα εν τη απουσία της. Όπως τόσα άλλα πράγματα που αναστατώνουν τον ύπνο των «λογικών» ανθρώπων.

Στο Corpus Hermeticum, όμως, και γενικότερα στα κείμενα που κατατάχθηκαν στην αυθαίρετη κατηγορία του φιλοσοφικού Ερμητισμού, δεν υπάρχει ίχνος από την αλχημική πείρα, από το ερμητικό πνεύμα της αλχημικής γραμματείας. Έχει κάποιο νόημα να θεωρούνται ακόμα αυτά τα φιλοσοφικοθρησκευτικά (ή κρυπτοθρησκευτικά) κείμενα «ερμητικά»; Όταν υπάρχει μια ολόκληρη παράδοση – η ερμητική Τέχνη – με την οποία αυτά τα κείμενα δεν έχουν καμία ουσιαστική σχέση;
Ίσως να υπάρχει μια εξαίρεση, παρ' όλα αυτά. Ο Paolo Lucarelli έχει υπογραμμίσει τη σημασία της πραγματείας που φέρει την ποιητική ονομασία Κόρη κόσμου. Και είναι πολύ συγκεκριμένος ως προς τους λόγους για τους οποίους η πραγματεία αυτή πρέπει να διακρίνεται από το ευρύτερο Corpus Hermeticum. Εδώ μιλάει όχι μόνο ο μελετητής (υπήρξε από τους πιο εμβριθείς της εποχής μας), αλλά και ο Ερμητιστής: «Αυτό είναι χωρίς αμφιβολία αλχημικό έργο, στο οποίο η εργαστηριακή πρακτική που οδηγεί στον Φιλοσοφικό Υδράργυρο έχει παραγάγει κατ' αναλογία ένα κοσμογονικό όραμα πλούσιο σε διδάγματα και υποδείξεις. Τόσο στο πεδίο της πράξης του εργαστηρίου, που για μας παραμένει πρωτεύουσας σημασίας, όσο και σε εκείνο του θεωρητικού αναστοχασμού, είναι ένα κείμενο προς μελέτη. Ο ανώνυμος συγγραφέας ήταν ασφαλώς ένας Διδάσκαλος “per ignem” [δια πυρός], και το έργο του παραμένει σαν ένα σπινθηροβόλο πετράδι μέσα στο συγκεχυμένο γκρίζο του υπολοίπου» [6] (η υπογράμμιση δική μου). Παρέλειψα την αρχική πρόταση του αποσπάσματος, την οποία και παραθέτω αμέσως, γιατί είναι χαρακτηριστική του...καυστικού χιούμορ των Ερμητιστών: «Στην πραγματικότητα, το να υποστηρίζει κανείς ότι το Corpus είναι χωρίς αμφιβολία ερμητικής προέλευσης, δεν είναι πολύ διαφορετικό από το να θεωρεί πως η Μυθιστορία του Ρόδου (Roman de la Rose) είναι ένα ειδικό έργο πάνω στη γαλλική χλωρίδα του Μεσαίωνα»... Δεν μπορώ να φανταστώ πιο εύστοχο τρόπο να καταδειχθεί ο παραλογισμός.

Φυσικά, ο παραλογισμός έχει τη δική του λογική. Μέσα στην προσπάθεια των ιστορικών να βάλουν κάποια τάξη στη σύγχυση που προκαλούν οι ορολογίες και οι κατηγοριοποιήσεις, το πρόβλημα οξύνθηκε ακόμη περισσότερο. Η Frances Yates, που πρωτοστάτησε στην έρευνα της αναγεννησιακής «ερμητικής αναβίωσης», πρότεινε, χωρίς να την υιοθετήσει ποτέ οριστικά, μια διπλή ορολογία: Hermetism, για να προσδιορισθεί ο (υποτιθέμενος) αρχαίος Ερμητισμός, το σύνολο δηλαδή των φιλοσοφικών και τεχνικών Hermetica, και Hermeticism για την εποχή που η ίδια μελετούσε. Ενώ ο Antoine Faivre, τον οποίον διακατέχει η φιλοδοξία να προσφέρει μια συστηματική εποπτεία του συνόλου του λεγόμενου «Δυτικού Εσωτερισμού» (βλ. το έργο του Accès de l'ésotérisme occidental), έχει προτείνει αντιστοίχως τους όρους Hermétisme και Hermésisme (Ερμησισμός), με τον τελευταίο όρο να επεκτείνεται στο σύνολο των μορφών του σύγχρονου εσωτερισμού προσδιορίζοντας μια «ερμησιανή νοοτροπία» που δεν εξαρτάται από την αρχαία ερμητική παράδοση. Παρόλο που έχει γίνει ευρέως αποδεκτή, η ορολογία αυτή δεν διαφωτίζει ουσιαστικά τίποτα. Γιατί, αντί να αμφισβητηθεί η ίδια η λογική των κατατάξεων και των διακρίσεων, όλη η προσπάθεια επικεντρώθηκε στην επιδιόρθωση ενός σαθρού οικοδομήματος.
Αλλά έχουν εμφανιστεί σημάδια αλλαγής πλεύσης, όπως είπαμε προηγουμένως. Πολύ περισσότερο επειδή έχει αρχίσει να αποκαθίσταται η κεντρική θέση της αλχημείας στην ιστορία των επιστημών από πρωτοπόρους όπως ο William R. Newman. Απ' τη βιβλιοθήκη στο εργαστήριο, ο Newman παίζει σαν αλχημιστής, αποκρυπτογραφεί, πειραματίζεται, αναβιώνει την αλχημεία του Νεύτωνα, μεταδίδει ενθουσιασμό αλλά και μια δόση μεγαλομανίας, σαν όλα τα αλχημικά αινίγματα να ήταν δυνατόν να λυθούν. Από την άλλη, υπάρχει και εκείνο το είδος του μελετητή που είναι σε θέση να ακούσει προσεκτικά τι έχουν να πουν οι Ερμητιστές της εποχής μας (εκείνοι οι ελάχιστοι, τέλος πάντων, που έχουν απομείνει) και το καλύτερο παράδειγμα στην περίπτωση αυτή είναι ο Sylvain Matton (CNRS, Centre Jean Pépin) ο οποίος κατά τη δεκαετία του 1970 είχε συνεργασθεί με τον René Alleau, που υπήρξε εκλεκτό μέλος του ερμητικού κύκλου που είχε σχηματισθεί γύρω από τον Eugène Canseliet, τον μαθητή του θρυλικού Fulcanelli. Τότε, υπό τη διεύθυνση του Alleau συγκροτήθηκε η Bibliotheca Hermetica, το πιο σημαντικό στον 20ο αιώνα σχέδιο επανέκδοσης κλασικών αλχημικών, αστρολογικών και μαγικών κειμένων, όπου η έρευνα, απαλλαγμένη από τις ιδεοληψίες που κληρονομήθηκαν από τον Διαφωτισμό, δεν προβάλλει το παρόν στο παρελθόν και κατά συνέπεια δεν διέπεται από τη μανία της καταλογογράφησης. Αυθαίρετες κατατάξεις του τύπου εκείνου που είδαμε προηγουμένως εδώ απουσιάζουν. 

Υπάρχει ένα σκοτεινό σημείο που εμποδίζει την κατανόηση. Πρόκειται για μια μεγάλη αλλαγή στη θεωρία αλλά και στην πράξη της αλχημείας, η οποία συντελέσθηκε κατά τη μετάβαση από την Αναγέννηση στον Διαφωτισμό. Αν η αλλαγή αυτή δεν ερευνηθεί, υπάρχει ο κίνδυνος να παραμείνει η έρευνα στα παλαιά ερμηνευτικά σχήματα. Γιατί είναι εντός αυτής της αλλαγής που διεξάγεται ασυνειδήτως η συζήτηση γύρω από τον Ερμητισμό.
Έχει ήδη επισημανθεί από τον Albert Poisson [7]. Αν και για τα αίτια της μεγάλης στροφής παρέχει μια μάλλον ασαφή εικόνα, και η κρίση του εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον επιστημονισμό του 19ου αιώνα, ο Poisson παρατήρησε ότι σε κάποια φάση ορισμένοι αλχημιστές «εισήγαγαν στην Επιστήμη μια νέα ερμηνεία της αλχημικής θεωρίας». Εντοπίζει αδιακρίτως ως πρωτεργάτες της μεταβολής τον Παράκελσο, αλλά και τον Basilius Valentinus, την κίνηση της Voarchadumia («Καμπαλά των μετάλλων»), τον John Dee, τον Heinrich Khunrath, τον Michael Maier και τον Blaise de Vigenére. Το πρόβλημα είναι ότι καθένας εκπροσωπεί κάτι αρκετά έως πολύ διαφορετικό. Από αυτούς, Ερμητιστής κατ' απόλυτη έννοια, δηλαδή «Φιλόσοφος», Philosophus per ignem, θεωρείται γενικά ο Basilius Valentinus (παρά το ότι στα έργα του εντοπίζονται στοιχεία διεργασιών της Σπαγειρίας), αλλά και ο de Vigenére, και ως έναν βαθμό ο  Maier ή ακόμη ο Khunrath. Ο Παράκελσος είναι ένας σπουδαίος ανανεωτής της Σπαγειρίας, με γερές όμως ερμητικές βάσεις. Η Voarchadumia είναι ένα είδος archimie («αρχημεία»), τη διαφορά της οποίας από την αλχημεία των Ερμητιστών έχει διευκρινίσει εξαιρετικά ο Fulcanelli στο έβδομο κεφάλαιο του Les Demeures Philosophales (πάντως αρχημία δεν είναι σε καμία περίπτωση το αρχικό όνομα της αλχημείας όπως θα ήθελαν κάποιοι). Ο John Dee είναι...ο John Dee. Σε τί συνέβαλαν όλοι αυτοί; Ο Poisson, ενώ κάνει το λάθος να θεωρεί την αλχημεία ως φυσική επιστήμη που στηρίζεται μόνο στην επαγωγή και την απαγωγή και ξένη, υποτίθεται, προς τη λογική της αναλογίας (των απόκρυφων επιστημών), είναι ωστόσο σαφής στη διάγνωση του βασικού αποτελέσματος που είχε η μεταβολή της αλχημείας: είναι η στροφή προς τον άνθρωπο, ως το σημείο να θεωρηθεί ότι ο άνθρωπος είναι ο φιλοσοφικός αθάνορας. Αυτή είναι πράγματι μια μεγάλη ρήξη με την ερμητική παράδοση. Μετατοπίζει την κατανόηση σε ένα άλλο πεδίο, όχι μόνο μακριά αλλά και έξω από το ανοίκειο της Ύλης και το μυστήριο της Φύσεως.
Το ζήτημα της αλλαγής θίγεται, συνοπτικά και πάλι αλλά, θεωρώ, πιο εμπεριστατωμένα από τον René Alleau στο History of Occult Sciences (1966), στο προτελευταίο κεφάλαιο με τίτλο The twilight of the traditional sciences. Εδώ τα ονόματα διαφέρουν – επανεμφανίζονται όμως ο Khunrath, ο Maier, ο Παράκελσος – και επιπλέον αναφέρονται δύο σημαντικοί εκπρόσωποι από τους χώρους της μαγείας και της αστρολογίας, ο Cornelius Agrippa και ο Guillaume Postel, αντίστοιχα, γιατί το θέμα, όπως και στη Bibliotheca Hermetica που αναφέρθηκε πιο πάνω, δεν είναι μόνο η αλχημεία αλλά οι τρεις παραδοσιακές (προνεωτερικές) επιστήμες που αποτελούσαν ένα συνεκτικό όλον, όπως είχε ήδη προτείνει ο Canseliet. Η μεταβολή εντοπίζεται πλησιέστερα στην καρδιά της Αναγέννησης και ειδικότερα στη Χριστιανική Καμπαλά (η οποία, σημειωτέον, υπήρξε το εκλεκτό παράδειγμα του A. Faivre στη διαμόρφωση της έννοιας του Ερμησισμού). Ο Alleau θέτει το ζήτημα ως εξής: «Οι χριστιανοί καμπαλιστές και οι λόγιοι-μυημένοι της Αναγέννησης –ο Agrippa, ο Postel, ο Khunrath, ο Παράκελσος, ακόμη και ο Michael Maier– οδήγησαν σταθερά τις παραδοσιακές επιστήμες προς το μονοπάτι που είχε ήδη εγκαινιασθεί από τον Πίκο ντέλα Μιράντολα και τον [Johannes] Reuchlin κατά τον 15ο αιώνα, μονοπάτι που ήταν πράγματι ένα εντελώς τυφλό αδιέξοδο –οδηγώντας σε μια μυστικο-επιστημονική θεοσοφία η κατάληξη της οποίας μπορούσε να είναι μόνο η ανάπτυξη του Ιλουμινισμού...Αυτή η εξέλιξη των παραδοσιακών επιστημών προς τον μυστικισμό μαρτυρεί τις αντίξοες στενωπούς στις οποίες βρέθηκαν η αστρολογία, η αλχημεία και η μαγεία: έπρεπε να αναπτυχθούν ή αλλιώς να εξαφανισθούν μπροστά στην πρόοδο των ορθολογιστικών πειραματικών επιστημών.» [8] Αυτή η τελευταία παρατήρηση αφήνει ανοικτό ένα ενδεχόμενο, ότι η μεταβολή της αλχημείας συντελέσθηκε λιγότερο ή περισσότερο συνειδητά ως ένα αναγκαίο κακό, μια προσαρμογή στις νέες συνθήκες που ήταν ζήτημα επιβίωσης ή αφανισμού της ερμητικής παράδοσης. Και κάτι τέτοιο δεν αποκλείει, φυσικά, μια υπόγεια διαδρομή του ίδιου του παραδοσιακού Ερμητισμού. Γνωρίζουμε άλλωστε ότι συνεχίσθηκαν κανονικά, αν και σε περιορισμένη κλίμακα, διάφορες αλχημικές πρακτικές που ανήκουν τόσο στο πρώτο όσο και στο δεύτερο παρακλάδι (για τα παρακλάδια βλ. εδώ). Η αλχημεία όμως είχε αποσυρθεί πλέον από το ιστορικό προσκήνιο.
Αλλά, όποια και αν ήταν ακριβώς τα αίτια της αλλαγής, και οι πρωταίτιοι, το ζήτημα είναι ότι χωρίς αυτή τη ρήξη με την παράδοση δεν θα είχε εμφανιστεί η έννοια της πνευματικής ή εσωτερικής αλχημείας, και κατά συνέπεια δεν θα ήταν δυνατή η εμφάνιση μιας σειράς άλλων φαινομένων, όπως για παράδειγμα η οικειοποίηση του αλχημικού συμβολισμού από τον Γιουνγκ. Και πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι η ρήξη με την παράδοση υπήρξε τόσο ισχυρή που για πολύ καιρό πέρασε απαρατήρητη, τελείως απαρατήρητη. Επειδή ό,τι προηγήθηκε άρχισε σταδιακά να αντιμετωπίζεται από την οπτική της νέας ερμηνείας, που απέκλειε τη συνείδηση της μεταβολής. Για τους περισσότερους παραμένει απαρατήρητη ακόμα...     
Την προβληματική αυτή κατάσταση αντικατοπτρίζει πιστά και η κατηγοριοποίηση των Hermetica που περιέγραψα στην αρχή. Με μια εντελώς ασαφή και διαστρεβλωμένη εικόνα της ερμητικής τέχνης κατά νου, το αποτέλεσμα δεν θα μπορούσε να είναι κάτι άλλο από μια τεχνητή κατάταξη ετερόκλητων κειμένων στις αυθαίρετες κατηγορίες του τεχνικού και του φιλοσοφικού, ή, ακόμα χειρότερα, του λαϊκού και του λόγιου Ερμητισμού. Ενώ η ορολογία Hermetism/Hermeticism αντί να διακρίνει συγχέει, ως αποτέλεσμα της άγνοιας της μεταβολής που συντελέσθηκε στην αλχημεία. Και σαν να μην είναι αρκετό αυτό, έρχεται ο Faivre να προσθέσει και άλλη σύγχυση με την θεωρητικολογία του πάνω στον «Δυτικό Εσωτερισμό», θεωρητικοποιώντας με την έννοια του Ερμησισμού...τί άλλο από τη λήθη της αληθινής ιστορίας του Ερμητισμού;


 Στη μνήμη του René Alleau που έφυγε πρόσφατα       
Δημήτρης Τσουμάνης
Σημειώσεις

[1] «Sciences occultes et exercices spirituels» στο Gnose et philosophie. Études en hommage à Pierre Hadot, Jean-Marc Narbonne και Paul-Hubert Poirier (επιμ.), Vrin-P.U.L., 2009.
[2] «Anthropological Experiments in the Work of Zosimus of Panopolis», The Eleventh Annual International Society for Neoplatonic Studies Conference, 12-15 Ιουνίου 2013, Cardiff University.
[3] L'Alchimie comme Art Hiératique, L'Herne,1986.
[4] Jean Jacques Manget, Bibliotheca Chemica Curiosa, Γενεύη 1702, τ.1, «De Ortu & Progressu Chemiae Dissertatio».
[5] Για τη χρήση των (ψευδο)ερμητικών κειμένων από τους χριστιανούς, βλ. Garth Fowden, Ο Αιγύπτιος Ερμής, εκδ. Ενάλιος, 2002, σ. 321-325 και το κεφ. 8, όπου (σ. 348) σημειώνεται ότι τα φιλοσοφικά Hermetica αναφέρονταν συχνότερα από τους χριστιανούς παρά από τους παγανιστές. Την κωμωδία του Τρισμέγιστου Ερμή ως πρώτου μονοθεϊστή είναι περιττό να τη σχολιάσω.
[6]
«L'alchimia greco-alessandrina», Abstracta, τ. 45, 1989.
[7] Θεωρίες και σύμβολα των Αλχημιστών [Théories et symboles des Alchimistes, 1891], εκδ. Κυβέλη, 1999, σ. 41-42.
[8] Ο Alleau εντοπίζει τις απαρχές του Ιλουμινισμού (Illuminisme) στον Γιάκομπ Μπαίμε. Σε αυτό κανείς δεν θα διαφωνούσε, συμφωνώ όμως με τη θέση του Paolo Lucarelli για την περίπτωση του Μπαίμε. Είναι από τις σπάνιες εκείνες περιπτώσεις όπου η «πνευματική αλχημεία» αποκαλύπτει  έναν πυρήνα βαθύτατα ερμητικό.
Αλλά για να συζητηθούν τα συμπεράσματα αυτά του René Alleau θα χρειαζόταν ένα άλλο κείμενο, για να δούμε πώς συνδέονται με τον ευρύτερο φιλοσοφικό στοχασμό που διαπερνά ολόκληρο το έργο του και ειδικότερα τη συνθετική μελέτη του 1976 με τίτλο La Science des Symboles. Το έργο αυτό έχει κυκλοφορήσει στα αγγλικά με τίτλο The Primal Force in Symbol και με τον ακόμα πιο άστοχο αλλά ελκυστικό για το κοινό των εκδόσεων Inner Traditions υπότιτλο «Understanding the language of higher consciousness». Μιλάμε, κατά βάση, για ένα κοινό που εκλαμβάνει το Kybalion (ένα συνονθύλευμα που εκδόθηκε το 1908) ως ερμητικό.  


* Η εικόνα προέρχεται από τη Philosophia reformata (1622) του Mylius. Νύχτα, σύννεφα, καταιγίδα: φαίνεται και δεν φαίνεται η Λατώ με τα δίδυμα τέκνα της.



5.11.13

Τα τρία παρακλάδια της αλχημείας


Εν όψει ενός κειμένου σχετικά με την έννοια του Ερμητισμού, θέλω να θυμίσω  – και να προτείνω σε όσους δεν το γνωρίζουν – κάτι που είχα γράψει παλιότερα, σε ένα κείμενο σχετικό με το Liber de Radiis του Αλ-Κίντι (Το απόκρυφο τρίτο μονοπάτι της Αλχημείας – Η θεωρία της παγκόσμιας ακτινοβολίας, στο Strange 139), για τα τρία παρακλάδια της αλχημείας.
 


 
Η αλχημεία, και ειδικότερα η δυτική αλχημεία, μπορεί να χωριστεί σε τρεις κατηγορίες, ιεραρχικά, σε τρεις βαθμούς ή επίπεδα έρευνας, ή απλώς σε τρία παρακλάδια. Για να προλάβω μια συνηθισμένη παρεξήγηση, να διευκρινίσω ότι κανένα παρακλάδι δεν σχετίζεται με τη λεγόμενη «πνευματική αλχημεία», ούτε με την «εσωτερική αλχημεία» ή κάτι παρεμφερές. Οι διδασκαλίες και οι πρακτικές που είναι γνωστές με τέτοιες ονομασίες δεν έχουν καμία σχέση με την ίδια την αλχημεία αλλά μόνον με ορισμένα στοιχεία του συμβολισμού της, και η σχέση αυτή είναι έμμεση και, κατά κανόνα, όχι ουσιαστική –αν και κατά καιρούς εμφανίζονται συγκλονιστικές εξαιρέσεις.
Τα παρακλάδια λοιπόν είναι:
α) το πρώτο, ιεραρχικά το κατώτερο, αφορά τη μεταστοιχείωση των μετάλλων με υλικά και με μέσα χημικά. Μεγάλο μέρος των θεωρητικών και πρακτικών γνώσεων αυτού του κλάδου ήταν γνωστό στην τάξη των τεχνιτών και οι ανακαλύψεις των αλχημικών εργαστηρίων εφαρμόζονταν σε επαγγέλματα τόσο διαφορετικά μεταξύ τους όπως το επάγγελμα του μεταλλουργού και του ζωγράφου αλλά και του φαρμακοποιού.
Η θεωρία των τεσσάρων στοιχείων, εφαρμοσμένη στη μεταστοιχείωση των μετάλλων, καθώς και μια λογική αριστοτελικού τύπου, αποτελούν τη βάση ερευνών αυτής της υφής. Μια παρατήρηση του F. Sherwood Taylor, που μελετούσε τα κείμενα των αλχημιστών της Αλεξάνδρειας, είναι ιδιαίτερα διαφωτιστική εν προκειμένω: «…αν και το θείον αναφέρεται καμιά εκατοστή φορές, δεν γίνεται καμία νύξη για οποιοδήποτε από τα χαρακτηριστικά του εκτός από την επενέργειά του επάνω στα μέταλλα…οι αλχημιστές αδιαφορούσαν για τα φυσικά φαινόμενα που δεν χρησίμευαν στους σκοπούς τους» (A Survey of Greek Alchemy). Η τάση αυτή συστηματοποιήθηκε στο Ισλάμ από τον Αλ-Ραζί, ο οποίος αρνήθηκε τη συμβολική ερμηνεία της φύσης, τη μέθοδο η οποία, αντίθετα, αποτέλεσε το ουσιαστικό θεμέλιο της ιρανικής αλχημείας (η ατελής μεταστοιχείωση ενός μετάλλου σε χρυσό αποκαλείται «μεταστοιχείωση του Αλ-Ραζί» στο Ιράν, μέχρι σήμερα). Ο ίδιος ο Αλ-Κίντι είχε γράψει, από την οπτική γωνία της δικής του φιλοσοφίας του «εμπειρισμού», μια πραγματεία η οποία καταφερόταν ενάντια στο είδος της αλχημείας που εξασκούσε ο Αλ-Ραζί, και ο ο Αλ-Ραζί απάντησε με μια αντίκρουση των θέσεων του Αλ-Κίντι.
Στο πρώτο αυτό παρακλάδι οφείλει την προέλευσή της η χημεία όπως την ξέρουμε σήμερα, ενώ, αντιθέτως, δεν οφείλει τίποτα στο δεύτερο παρακλάδι.
β) το δεύτερο παρακλάδι, αυτό που ακολούθησαν όλοι οι μεγάλοι αλχημιστές, ανήκει στην Ιερή Τέχνη και σε αυτούς που ονομάστηκαν «υιοί του Ερμή», Ερμητιστές ή ερμητικοί Φιλόσοφοι (έχω ήδη ξεκαθαρίσει ότι η αρχαία ονομασία της Αλχημείας είναι Ιερή Τέχνη, στο άρθρο Ο παράξενος κόσμος των Αλχημιστών, στο Strange 135, όπου και παραθέτω τους σχετικούς τίτλους ελληνικών αλχημικών χειρογράφων). Το κύριο έμβλημα του επιπέδου αυτού είναι η Φιλοσοφική Λίθος, κεντρικό σύμβολο του Μεγάλου Έργου, στο οποίο αναπτύσσονται σε διάφορα στάδια οι αρχές και οι διεργασίες που περιέχει σε συνοπτική μορφή ο Σμαράγδινος Πίνακας του Ερμή του Τρισμέγιστου.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι τo Μέγα Έργο είναι ένα μεγάλο Πρωτότυπο (πρωτό-τυπο), ένα πρωτότυπο που είναι όμως πειραματικό, αφού η Αλχημεία είναι μια μεταφυσική πειραματική. «Να συγκεντρώσεις την ορυκτή Ενέργεια υπό Μορφή κατάλληλη να διενεργήσει τη μεταλλική μεταστοιχείωση. Να συντονίσεις τη φιλοσοφική διδασκαλία με τις χειρωνακτικές εργασίες. Να καταστήσεις έκδηλο και απτό αυτό που είναι απόκρυφο μέσω των απλών δρόμων της εμπειρίας, αυτός είναι ο σκοπός της Ερμητικής Επιστήμης». Ο περιεκτικός αυτός ορισμός, που γράφτηκε από τον Julien Champagne στο La Vie Minérale (Η Ορυκτή Ζωή, 1908) είναι χαρακτηριστικός από την άποψη ότι καταδεικνύει πως ο δεύτερος κλάδος της αλχημείας, ως προς τις αναζητήσεις του, παρουσιάζει κάποιες αναλογίες με τον πρώτο κλάδο –τον οποίο, άλλωστε, οι Ερμητιστές γνώριζαν πάντοτε αρκετά καλά– αλλά με μια ουσιαστική διαφορά, που είναι ότι τα υλικά και τα μέσα της χημείας δεν επαρκούν για την αλχημεία του Μεγάλου Έργου (το απόσπασμα το υπονοεί αυτό, λίγο ή πολύ ξεκάθαρα). Οι όποιες αναλογίες υπάρχουν ανάμεσα στα δύο παρακλάδια, αποτελούν, όπως είναι ευνόητο, πηγή πάρα πολλών παρανοήσεων. Δεν είναι εύκολο να διακρίνεις πάντοτε τους Ερμητιστές από τους απλούς αλχημιστές της πρώτης κατηγορίας, πόσο μάλλον όταν αρκετοί από αυτούς έτρεφαν –και τρέφουν ακόμη– καλή τη πίστει την ψευδαίσθηση ότι είναι ερμητιστές. Η μελέτη των κλασικών κειμένων της Αλχημείας μπορεί να αποσαφηνίσει αρκετά σημεία πάνω σε αυτό το ζήτημα –αρκετοί αλχημιστές το συζητούν μέσα στα γραπτά τους.
γ) για το τρίτο μονοπάτι, δεν έχει γραφτεί ποτέ τίποτα το στοιχειωδώς ολοκληρωμένο, ακόμη και πολλοί από τους αλχημιστές δεν άκουσαν ποτέ τίποτα για την ύπαρξή του (για τους ιστορικούς, δεν το συζητάμε), κανείς ποτέ δεν μίλησε ανοιχτά αλλά μόνο με υπαινιγμούς. Το τρίτο αυτό μονοπάτι νομίζω ότι υπαινίσσεται ένας αλχημιστής της εποχής μας, ο Paolo Lucarelli, τον οποίον οι αναγνώστες μου ασφαλώς θα θυμούνται, όταν λέει: «Το αληθινό μυστικό είναι η Τέχνη καθ’εαυτή, όχι η όποια πρακτική της...Το μυστικό είναι Τέχνη»...
Στην προφορική παράδοση των αλχημιστών, το τρίτο αυτό παρακλάδι αποκαλείται «η Μία Οδός», η «Παγκόσμια Οδός». Στη γραπτή παράδοση, η σχετική έκφραση, που επαναλαμβάνεται από κείμενο σε κείμενο σε παραλλαγές, είναι, όπως την παραδίδει σε σύντομη μορφή ο Eirenaeus Philalethes, η ακόλουθη: «Ένα και μοναδικό δοχείο, μία και μοναδική ύλη, ένας και μοναδικός φούρνος». Η παλαιότερη σαφής αναφορά προέρχεται από το λεγόμενο Βιβλίο του Morienus, ένα αραβικό έργο που είναι το πρώτο αλχημικό βιβλίο που εμφανίστηκε στη δυτική Ευρώπη, και το οποίο περιέχει διδασκαλίες της βυζαντινής αλχημικής παράδοσης διά στόματος του «Morienus του Ρωμιού». Εκεί λέγεται ότι «Όπως όλα τα πράγματα προέρχονται από το Έν, έτσι το Μαγιστήριόν μου αποτελείται από μία Ουσία και μία Ύλη». Η γλώσσα παραπέμπει ευθέως στους κορυφαίους της αλεξανδρινής αλχημείας όπως ο Ζώσιμος Πανοπολίτης (θα επανέλθω στο βιβλίο αυτό, σε μελλοντικό άρθρο*). Σε ένα άλλο αραβικό κείμενο διαβάζουμε: «Δεν υπάρχει παρά μία Λίθος, ένας μόνον τρόπος εψήσεως, για να φτάσουμε στο λευκό και στο ερυθρό, και τα πάντα τελειοποιούνται σε ένα μόνο δοχείο.» (Declaratio lapidis physici). Σε μεταγενέστερα κείμενα των αλχημιστών της δυτικής Ευρώπης, η ίδια έκφραση παρουσιάζεται ορισμένες φορές με θρησκευτικές και σωτηριολογικές αποχρώσεις: «Σε ένα γυάλινο δοχείο, ένα πράγμα, ένα πυρ, και τίποτα περισσότερο. Αυτό το έργο είναι τέλειο. Δόξασε τον Θεό.» (Theatrum Chemicum Brittanicum), «Η λίθος είναι μία, το φάρμακο ένα, το δοχείο ένα, μία η εργασία και μία η μέθοδος» (Rosarium Philosophorum).
Μια πρώτη παρατήρηση, είναι ότι στα παραπάνω αποσπάσματα χρησιμοποιείται η συμβολική γλώσσα του Μεγάλου Έργου, παρόλο που υπονοείται ένα τρίτο πεδίο έρευνας που βρίσκεται μετά το ίδιο το Μέγα Έργο. Με άλλα λόγια, οι ελάχιστες αυτές γραπτές κωδικές αναφορές στο τρίτο μονοπάτι, δανείζονται τη γλώσσα του Μεγάλου Έργου, και αυτό δεν είναι τυχαίο αλλά υποδεικνύει ότι υπάρχουν αναλογίες, φιλοσοφικές και τεχνικές αναλογίες, ανάμεσα στα δύο επίπεδα. Αντίστοιχη διαδικασία έχει παρατηρηθεί και στο δεύτερο παρακλάδι, όταν πρακτικές του πρώτου επιπέδου χρησιμοποιούνται ως «μοντέλο» για τα διάφορα στάδια του Μεγάλου Έργου.

Η πιο σαφής αναφορά στο τρίτο παρακλάδι –και η πιο αινιγματική ταυτόχρονα– έχει γίνει από τον αλχημιστή και συγγραφέα Rene Alleau, τον κορυφαίο μελετητή των ερμητικών επιστημών και εκπρόσωπο της «Σχολής Fulcanelli». Το παράδοξο είναι ότι η αναφορά του Alleau δεν γίνεται σε κάποιο από τα βιβλία του (γνωστά μόνον στους cognoscenti) αλλά στο άρθρο που έγραψε για την αλχημεία κατά παραγγελία της Encyclopaedia Universalis! Υπάρχει μια στρατηγική, προφανώς, πίσω από αυτή την επιλογή. Ένας ασφαλής τρόπος να στείλεις ορισμένες ζωτικές πληροφορίες στο μέλλον είναι να τις εμπιστευθείς σε μια εγκυκλοπαίδεια. Και αυτό έκανε ο Rene Alleau στο εμπεριστατωμένο αυτό εγκυκλοπαιδικό άρθρο, το οποίο αργότερα εκδόθηκε σε ξεχωριστό βιβλιαράκι. Όσον αφορά το τρίτο παρακλάδι, ο Rene Alleau δίνει τελείως τηλεγραφικά, όπως είναι αναμενόμενο, δυο τρομερά ενδιαφέρουσες πληροφορίες. Η πρώτη λέει ότι το τρίτο παρακλάδι «δεν είναι κατ’ουσίαν διαφορετικό από την αρχαϊκή κινεζική παράδοση». Ενώ η δεύτερη, ότι η αραβική πηγή «η πιο κοντινή προς αυτή τη μυστική παράδοση» είναι το Liber de Radiis του Αλ-Κίντι...

Δημήτρης Τσουμάνης
 

* Έκτοτε δεν επανήλθα στον Morienus, αλλά ερευνώντας την περίπτωσή του, όπως και τη βυζαντινή αλχημεία γενικότερα, συνάντησα πολύ ενδιαφέροντα πράγματα για τον ίδιο τον κόσμο της λεγόμενης Ύστερης Αρχαιότητας, για τα οποία θα ήταν αρκετά πρώιμο να μιλήσω. Και πώς να μιλήσει κανείς, πόσο μάλλον για ένα θέμα τόσο σκοτεινό όπως η αλχημεία, όταν η υποτιθέμενη γνώση μας για την Ύστερη Αρχαιότητα παραμένει, ακόμα, και παρά τα φαινόμενα, φορτωμένη από ιδεολογικές και άλλες προκαταλήψεις;