28.8.11

Η ΠΟΛΗ ΚΑΙ Η PUTREFACTIO


ΠΟΛΗ–ΠΟΛΟΣ
Κανείς δεν έχει δει ποτέ του μία πόλη. Οι αποκαλούμενες «πόλεις» δεν είναι στ’ αλήθεια πόλεις. Χρησιμοποιούμε μία λέξη που δεν γνωρίζουμε τη σημασία της, που την έχουμε ξεχάσει, για να ονομάσουμε, ελλείψει ενός καταλληλότερου όρου, κάτι που δεν είναι πόλη, αλλά μη–πόλη. Καθένας που κατοικεί στη μη-πόλη είναι ά–πολις, δηλαδή εκτός του πόλου. Ενώ, αντίθετα, πολίτης είναι αυτός που έχει μυηθεί στο πόλισμα, στις διεργασίες μέσω των οποίων οικοδομείται η πόλις–πόλος, διεργασίες όχι απλώς κατασκευαστικές αλλά μαγικο–θρησκευτικές, στις οποίες προίστανται οι πολιτάρχες, οι πολισσονόμοι και οι πολιτοφύλακες. Το σύνολο των παραδόσεων μέσω των οποίων πολιτίζεται μια κοινότητα, δηλαδή πολώνεται, διαφοροποιείται εσωτερικά και ιεραρχείται, ονομάζεται πολιτεία. Η καρδιά, ο πυρήνας, της Πολιτείας είναι τα «Μυστήρια του Πόλου».
Τα Μυστήρια του Πόλου δεν είναι ούτε αμιγώς θρησκευτικά ούτε αμιγώς μαγικά, αλλά η σύνθεση των δύο. Αυτή η σύνθεση των μαγικών και των θρησκευτικών παραδόσεων και πρακτικών, είναι το υψηλότερο επίτευγμα των αρχαίων πολιτισμών. Οι θρησκευτικές πρακτικές, εκκινώντας από τη βάση της οργανικής ενότητας του ανθρώπου και του περιβάλλοντος, επιτυγχάνουν μια πρώτη διαφοροποίηση των μελών της κοινότητας, μια πρώτη πόλωση,  εγκαθιδρύοντας νόμους και απαγορεύσεις. Τα όρια ανάμεσα στο είναι και στο μη–είναι χαράσσονται με τρόπο αυστηρό. Πέρα από την κλίμακα του οικείου, με όλες τις διαβαθμίσεις στις οποίες το φύλο και η ηλικία είναι καθοριστικοί παράγοντες, αρχίζει η περιοχή του αγνώστου, τα ταμπού σημαδεύουν τα όρια ανάμεσα στις δύο περιοχές. Πέρα από την κλίμακα του οικείου, αρχίζει η περιοχή του ιερού, του ιερού καθ’ εαυτού, που είναι σιωπηλό και ανεξιχνίαστο, καθώς και η περιοχή του ανίερου, σηματοδοτημένη και αυτή με αυστηρότητα.


Πολύ διαφορετικά είναι τα πράγματα στις μαγικές παραδόσεις. Αυτές δεν απευθύνονται στο σύνολο της κοινότητας, αλλά σε επίλεκτους οι οποίοι δοκιμασμένα μπορούν να κάνουν ένα ή περισσότερα βήματα προς τις επικίνδυνες περιοχές, πέρα από τα όρια που αυθαίρετα, αλλά σοφά, έχουν χαράξει οι θρησκευτικοί λειτουργοί (οι ίδιοι οι μάγοι), για την προστασία της κοινότητας όχι από δυνάμεις φανταστικές αλλά από ενεργές δυνάμεις των οποίων η εσώτατη φύση εκ των πραγμάτων διαφεύγει από τις ψυχο-νοητικές ικανότητες του ανθρώπου. Στις μαγικές πρακτικές, η επαφή με αυτές τις μη–ανθρώπινες δυνάμεις είναι γεγονός και οι νόμοι που διέπουν τη μαγική μεταμόρφωση είναι πολύ συγκεκριμένοι, λαμβάνοντας υπ’όψιν όλους τους κινδύνους που ενέχει αυτό το άνοιγμα προς αλλότρια πεδία.
Οι μαγικο–θρησκευτικές παραδόσεις εγκαθιδρύουν μια τρίτη κατάσταση, την πλέον καθοριστική για κάθε ανθρώπινη πραγματικότητα, του παρελθόντος ή του μέλλοντος. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι ιερείς–μάγοι, ή οι βασιλείς–μάγοι, ή οι βασιλείς-ιερείς, χρησιμοποιούν τη μαγεία προς όφελος της κοινότητας. Ο μάγος–ιερέας είναι ο πρώην άπολις, που επιστρέφει από τις επικίνδυνες για την κοινότητα περιοχές «εκτός πόλου», για να εγκαθιδρύσει έναν νέο πόλο, μαγικό και θρησκευτικό: την πόλη. Το πεδίο εφαρμογής της μαγείας είναι σε αυτή την περίπτωση πολύ πιο εκτεταμένο και ακαθόριστο από το πεδίο των μαγικών παραδόσεων αυτών καθ’ αυτών. Έχουν δηλαδή στα χέρια τους ένα επικίνδυνο όπλο, το πιο επικίνδυνο όπλο. Χειρίζονται μια δύναμη, η κατάχρηση της οποίας μπορεί να έχει καταστροφικά αποτελέσματα –και όχι μόνον στην περιορισμένη κλίμακα της ανθρώπινης δράσης.
Οι μεγάλοι αρχαίοι πολιτισμοί αναδύθηκαν μέσα από τις μαγικο–θρησκευτικές παραδόσεις. Τα αινίγματα που αυξάνουν και πληθαίνουν χρόνο με το χρόνο, και που οι πολιτισμοί αυτοί θέτουν ακόμη και στα πλέον ορθολογισμένα μυαλά, κρύβουν τα μυστικά των μαγικο–θρησκευτικών παραδόσεων, τα μυστικά του Πόλου. Η ίδρυση μιας πόλης είναι μια μαγικο–θρησκευτική πράξη, γιατί είναι η εγκαθίδρυση ενός πόλου, δηλαδή ενός ακίνητου σημείου γύρω από το οποίο κινείται ένας άξονας. Η πόλη είναι, με άλλα λόγια, αιωνιότητα κινούμενη, δεν είναι ένας λιγότερο ή περισσότερο εκτεταμένος οργανωμένος οικισμός. Η πόλη δεν είναι εκτροφείο «εξελιγμένων» ζώων.

PUTREFACTIO
Οι τελευταίες εκλάμψεις των μαγικο–θρησκευτικών παραδόσεων στη δυτική πλευρά της Ευρασίας εκδηλώνονται στον Μεσαίωνα, στο βασίλειο της Ρωμανίας κατ’ εξοχήν, στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία, και στη δυτική Ευρώπη, ιδιαίτερα στη φάση του Ύστερου Μεσαίωνα, και, ως ένα βαθμό, στην εποχή της Αναγέννησης. Έκτοτε, με τη σταδιακή μετάλλαξη της αστικής τάξης που παίρνει την εξουσία, μια νέα εποχή αρχίζει. Είναι τότε, στο λυκόφως του Μεσαίωνα, που συντάχθηκαν ορισμένα ειδικά βιβλία, αληθινά γριμόρια –πριν η λέξη χάσει την αυθεντική της σημασία– με σκοπό να διδάξουν τα Μυστήρια του Πόλου, αλλά αυτό είναι ζήτημα μιας ξεχωριστής μελέτης.

η γκραβούρα, από την έκδοση του 1511 του De Architectura 
του Βιτρούβιου, παραπέμπει στα Μυστήρια του Πόλου

Παρατηρώντας τις μεγάλες μητροπόλεις της Ευρώπης, των οποίων η φυσιογνωμία καθορίστηκε κυρίως κατά τον 19ο αιώνα, μπορεί κανείς να ανιχνεύσει τα στοιχεία που αυτές διασώζουν ή αναβιώνουν από την μαγικο–αρχιτεκτονική παράδοση. Τα στοιχεία αυτά, προσαρμοσμένα στις ιδεοληψίες ή στις ιδεολογίες της νέας αυτής εποχής, λειτουργούν κυρίως στο επίπεδο της αναπαράστασης και της εικόνας, είναι κατά κύριο λόγο σύμβολα, σύμβολα κύρους ή στην καλύτερη περίπτωση πομποί μιας υπεροχικής αύρας, παρά μία αποτελεσματική υλοποίηση των συμβόλων που θα αγκάλιαζε κάθε σφαίρα της δημόσιας ζωής, το υψηλό όσο και το χαμηλό.
Αν υπήρξε κάποιος «πόλος» στα θέατρα αυτά της ευρωπαϊκής και εν τέλει της παγκόσμιας Ιστορίας, αυτός ήταν ένας πόλος σαθρός. Οι μητροπόλεις της νέας εποχής θα γιγαντωθούν έτσι με μια ταχύτητα που δεν έχει προηγούμενο. Το ιερό, που επιβίωνε ως τότε μόνον ως αναπαράσταση θα εκτοπιστεί οριστικά, αφού τα πάντα θα τα καταλάβει το τέρας αυτό που κατ’ ευφημισμόν αποκαλείται «μάζα»...
Ο «μαζάνθρωπος» που κατοικεί στα απομεινάρια της πόλης–πόλου, είναι ο άπολις, δηλαδή ο ΑΠΟΛΙΣΤΟΣ (όχι απλώς ο «πολιτισμένος» απολίτιστος), που ενδιαφέρεται μόνον για τις δικές του μικρές υποθέσεις. Η ζωή στην μεγαλούπολη είναι μια αδιάκοπη κίνηση, αλλαγή για χάρη της αλλαγής, «πρόοδο» και «εξέλιξη» την βαφτίζει το τυφλό δόγμα. Αυτή η πυρετώδης δραστηριότητα δεν προέρχεται όμως από ένα περίσσευμα ζωής αλλά από μία αποσύνθεση που θυμίζει την διαδικασία αποσύνθεσης ενός πτώματος, όταν κατά τη διάρκεια της σήψης του σώματος τα πάντα κινούνται, διογκώνονται και συγχέονται άτακτα και χαοτικά. Είναι σα να βλέπει κανείς την putrefactio, μία αλχημική διεργασία επί το έργο: η «ψυχή» (η anima, ο φορέας της animatio, της «εμψύχωσης») έχει φύγει, όπως σε ένα σώμα, μαζί με την αναπνοή. Το μόνο που απομένει είναι ένας ιδιότυπος πυρετός, μια «μαύρη φλόγα», όπως θα λέγαμε στην ερμητική γλώσσα, θέρμη από την οποία αναδύεται δυσωδία: ένας αρνητικός πόλος κάνει την εμφάνισή του και έλκει όλες τις εχθρικές προς τη ζωή δυνάμεις...

Δεν υπερβάλλω λοιπόν όταν λέω ότι κανείς δεν έχει δει ποτέ του μία πόλη (ίσως στην Ασία, σε μικρή μόνον κλίμακα διασώζονται ακόμη υγιείς καταστάσεις, περιφερειακά). Τα ακέφαλα σώματα των σύγχρονων μεγαλουπόλεων δεν είναι πόλεις. Μέχρι μια νέα κάθοδος του πνεύματος να ζωογονήσει τον υπό κατάρρευση πολιτισμό, η ευθύνη όσων έχουν συνειδητοποιήσει τους κινδύνους που διατρέχει η ανθρωπότητα από τις αυταπάτες της μεγαλώνει ακόμη περισσότερο.

Δημήτρης Τσουμάνης


Σημείωση
Για την έννοια της Putrefactio από μία ανάλογη οπτική γωνία, βλ. εδώ
Η ίδρυση μιας πόλης είναι μία μαγικο–θρησκευτική και όχι απλώς μαγική πράξη (αν και σπανίως γίνεται αυτή η τόσο σημαντική διάκριση). Στο μεσαιωνικό Picatrix διασώθηκε, από άγνωστη πηγή, μία πολύ σημαντική όσο και σπάνια αναφορά στις αρχαίες μαγικο–θρησκευτικές παραδόσεις, σχετική με την «ταλισμανική πόλη» του Ερμή του Τρισμέγιστου, στην οποία έχω αφιερώσει ειδικό άρθρο που δημοσιεύθηκε στο Strange 134. Σε προηγούμενη δημοσίευση, έχω ασχοληθεί με την διάταξη της ταλισμανικής πόλης, βλ. εδώ

20.8.11

RAOUL RUIZ (1941–2011)



Αποχαιρετούμε σήμερα τον μάγιστρο του κινηματογραφικού παιχνιδιού, τον Ραούλ Ρουίζ, έναν από τους τελευταίους της παλιάς φρουράς (πέρυσι έφυγε ο Ερίκ Ρομέρ –έχετε δει τον Τριπλό Πράκτορα, την προτελευταία ταινία του που αναφέρεται στο παρασκήνιο της ευρασιατικής συνωμοσίας του μεσοπολέμου;...).
Θέλω να αναφερθώ σε τέσσερεις ταινίες του Ρουίζ, οι ειδικοί μπορούν να μιλήσουν καλύτερα για το σύνολο του έργου του (113 φιλμ). Η πρώτη, η πιο γνωστή, είναι το Le Temps retrouvé (Ο ξανακερδισμένος Χρόνος), βασισμένο στον Προυστ, εξερευνά τον μυστικό κόσμο της παιδικής ηλικίας. Ίδια ή ανάλογα είναι τα μυστήρια που αφηγείται ο Ρουίζ σε δύο από τις καλύτερες ταινίες του, στο Les Trois Couronnes du Matelot (Οι Τρεις Κορώνες του Ναύτη) που βασίζεται στον μύθο του Πλοίου των Νεκρών (που δεν είναι άλλο από το Πλοίο των Τρελών) και στο Trois vies et une seule mort (Τρεις ζωές και ένας μόνο θάνατος) με τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, που εμπνέεται από τον Καστανέδα και τις ιστορίες του Don Juan Matus (δηλαδή του Τρελού Don Juan). Στις Τρεις Κορώνες του Ναύτη το κεντρικό μυστήριο είναι η πολυστασία, στις Τρεις ζωές η πολυπροσωπικότητα. Η παράλληλη ύπαρξη σε διαφορετικούς τόπους και η παράλληλη ύπαρξη σε διαφορετικούς χρόνους, δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Δυο συστατικά στοιχεία του μυστικού κόσμου της παιδικής ηλικίας και, εν τέλει, του πνεύματος.
(Θυμάμαι τώρα –είχε έναν τρόπο ο Ρουίζ όταν ήταν στις καλύτερες στιγμές του– μια σκηνή από τις Τρεις Κορώνες, όπου ο θαλασσοδαρμένος ήρωας, αφού απέδρασε από το Πλοίο των Νεκρών, επιστρέφει στην γενέτειρα, στο σπίτι όπου μεγάλωσε, για να βρει στη θέση του κάτι άλλο: μαθαίνει ότι εκεί όπου ήταν το σπίτι του βρίσκεται ένας μυστικός διάδρομος μέσα από τον οποίον οι Ιησουίτες και οι Τέκτονες κυβερνούν τις τύχες του κόσμου)
(Αυτό το τελευταίο είναι βέβαια μια αναφορά στη μυστική ιστορία του Νότου –η καταγωγή του Ρουίζ είναι από τη Χιλή)


Ο κόσμος των Ναϊτών σύμφωνα με την τέχνη του Ραούλ Ρουίζ

Το τέταρτο φιλμ που θέλω να επισημάνω είναι το λιγότερο γνωστό, αγαπητό στις κινηματογραφικές λέσχες, το μπαφομετικό L'Hypothèse du Tableau Volé (Η Υπόθεση του Κλεμμένου Πίνακα) που βασίζεται στο μυθιστόρημα του Πιερ Κλοσσόφσκι Le Baphomet (Ο Μπαφομέ, 1965). (Η φωτογραφία είναι του σπουδαίου Sacha Vierny, που είχε ήδη φωτίσει την Χιροσίμα και το Πέρυσι στο Μαρίενμπαντ του Αλέν Ρενέ, και αργότερα θα ξεκινούσε σταθερή συνεργασία με τον Πήτερ Γκρήναγουει). Το υλικό του βιβλίου, ο γνωστικός μύθος των Ναϊτών, τα Μυστήριά τους, οι θρύλοι, καθώς και τα θέματα και τα μοτίβα που συνθέτει ο Κλοσσόφσκι γύρω από το Ανδρόγυνο και την κοσμολογία του σεξ, όλα αυτά γίνονται αντικείμενο επεξεργασίας με τα μέσα του κινηματογράφου για να καταδειχθεί με τρόπο αυστηρό ότι υπάρχει μια κρυφή γλώσσα του σώματος, μια κρυφή γλώσσα που μπορούμε να διαβάσουμε πάνω στα σώματα, στις στάσεις και στις χειρονομίες. Ο «κλεμμένος πίνακας» υποτίθεται ότι αποκαλύπτει αυτό το άπιαστο μυστικό, που δεν είναι άλλο από το μυστικό μιας απόκρυφης τάξης, το ίδιο το μυστικό του Μπαφομέ, που δεν είναι όνομα ενός όντος αλλά ενός παράλληλου σύμπαντος. (Αυτή είναι η δική μου ανάγνωση, κάποιος άλλος μπορεί να δει κάτι άλλο μέσα σε μια τέτοια ταινία-δοκίμιο – στην περίπτωση αυτή ο όρος «ταινία-δοκίμιο» δεν είναι καθόλου αδόκιμος)
Baphomet του Κλοσσόφσκι, μετά από την κινηματογραφική του μορφή, σχεδιαζόταν να μεταμορφωθεί και σε σκηνικό δρώμενο από τον Carmelo Bene, δες σχέδιο του Κλοσσόφσκι για την παραγωγή αυτή, που δεν πραγματοποιήθηκε τελικά, σε προηγούμενη δημοσίευση στο ανθολόγιο της σελίδας, εδώ)
(Σχετικό με τον Baphomet είναι το Le Bain de Diane, Το Λουτρό της Ντιάνα, «Το Λουτρό της Άρτεμης» όπως έχει κυκλοφορήσει στα ελληνικά, στο οποίο ο Κλοσσόφσκι χρησιμοποιεί τον μύθο του Ακταίωνα για να διερευνήσει ένα αγαπημένο του θέμα, τη σχέση ανάμεσα στη θεοφάνεια και τη δαιμονολογία)

Στη μνήμη του Ραούλ Ρουίζ, κάτι που έγραψε ο Κλοσσόφσκι, και το οποίο ο ίδιος θα συμμεριζόταν χωρίς αμφιβολία:
«...Θα έλεγα πως, για μένα, το να γράφω βιβλία ισοδυναμεί με το να συντάσσω μία ταξιδιωτική αναφορά που θα ανακαλούσε τόπους απ’ όπου έχω περάσει. Μπορεί κανείς να τους επισκεφθεί κι ωστόσο να μην τους αναγνωρίσει από την περιγραφή μου. Άλλοι θα τους περιγράψουν και δεν θα πρόκειται καθόλου για τους ίδιους τόπους. Όποιος μπορεί να ανακαλύψει μέσα του αυτούς τους ίδιους τόπους, καθιστά τη δική μου περιγραφή άχρηστη. Η αληθινή φιλοδοξία μου δεν είναι άλλη από το να βρω συνεργούς κατάλληλους να κατοικήσουν αυτούς ακριβώς τους τόπους. Αρκεί να μου παρασχεθεί η βεβαιότητα ότι αυτοί οι τόποι υπάρχουν από μόνοι τους, και θα σταματήσω ευθύς να γράφω. Γιατί οι φίλοι μου και εγώ θα ήμασταν οι κάτοικοι αυτής της περιοχής: θα τηρούσαμε τα έθιμά της.»
(Pierre KlossowskiΠρόταση και Απόδοση, μετάφραση-επιμέλεια: Δημήτρης Γκινοσάτης, εκδ. futura, 2005)

Είναι τόσο θεμελιώδες αυτό που λέγεται παραπάνω (για αυτό που κάνουμε), ας το επαναλάβω με έντονους χαρακτήρες:

Μπορεί κανείς να τους επισκεφθεί κι ωστόσο να μην τους αναγνωρίσει από την περιγραφή μου. Άλλοι θα τους περιγράψουν και δεν θα πρόκειται καθόλου για τους ίδιους τόπους.
Όποιος μπορεί να ανακαλύψει μέσα του αυτούς τους ίδιους τόπους, καθιστά τη δική μου περιγραφή άχρηστη.

Δημήτρης Τσουμάνης

Υ.Γ. Είναι πραγματικά κρίμα που ο Ρουίζ δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει την ταινία για τη ζωή του Πυθαγόρα...