Simon Pasieka, Gold, 2009 |
Ένα από τα πιο παράξενα που μπορεί να συναντήσει κάποιος πάνω σε αυτή τη Γη, είναι η ύπαρξη εκείνου που ονομάζεται Παράδοση. Όταν ακούς αυτή τη λέξη, το πρώτο που έρχεται στο νου είναι κάτι που έρχεται από το παρελθόν, από ένα παρελθόν μακρινό, ανεξιχνίαστο –και έτσι είναι: κάτι το αδιευκρίνιστα άγνωστο αλλά και οικείο ρίχνει τη σκιά του –μικρή ή μεγάλη– πάνω στο παρόν, στο εκάστοτε παρόν. Το παρόν εμφανίζεται σημαδεμένο από το παρελθόν και, σε όχι τελική ανάλυση, αξεδιάλυτα υφασμένο μαζί του. Τόσο που γεννιέται η σκέψη πως «παρελθόν» είναι μια λέξη που ονομάζει κάτι που ποτέ δεν υπήρξε. Περισσότερο και από φάντασμα που στοιχειώνει το παρόν, όλο το παρελθόν δείχνει τότε να εμπεριέχεται στον παρόντα χρόνο. Σαν ποταμός, το παρελθόν έχει χυθεί στη θάλασσα του δικού μας χρόνου. Τίποτα δεν μένει πίσω. Αυτό που μένει πίσω, είναι αυτό που δεν ήρθε ακόμα, το μέλλον.
Η Παράδοση, εκ πρώτης όψεως, εμφανίζεται με έναν λιγότερο αινιγματικό χαρακτήρα. Παράδοση είναι το σύνολο των πεποιθήσεων, κοσμογονικών, κοσμολογικών, θρησκευτικών, καθώς και το σύνολο των συμβολικών κωδίκων, των νόμων, των ηθών και των εθίμων, που πάνω τους θεμελιώθηκαν κόσμοι που δεν υπάρχουν πια ή απομεινάρια κόσμων, που σήμερα συμμετέχουν μόνον περιφερειακά ή παθητικά στη ροή του ιστορικού γίγνεσθαι. Η Παράδοση εμφανίζεται έτσι με μια συγκεκριμένη μορφή. Οι διάφορες όψεις της μπορούν να μελετηθούν, να συγκριθούν, να ερμηνευθούν. Αλλά όποια και αν είναι τα σταθερά σημεία αναφοράς –που κι αυτά εύκολα μετακινούνται– το πνεύμα της Παράδοσης, η ουσία της, που διαφεύγει, δεν θα βρεθεί ποτέ με μιας μέσα στους τύπους, μέσα στη μία ή στην άλλη συμβολική μορφή, η οποία μπορεί να ξεγελά κάθε φορά που μοιάζει να προσαρμόζεται στη γενίκευση, στην κατάταξη καθώς και στην εξουσία που ασκεί το προφανές (επειδή ο ρόλος μιας συμβολικής μορφής είναι να παρουσιάζει, να φέρνει στο φως, να φανερώνει, και φανερώνοντας να αποκρύπτει).
Αναζητώντας λιγότερο συμβατικούς ορισμούς, θα μπορούσαμε να πούμε ότι Παράδοση είναι η Φαντασία των λαών ή -ένας ορισμός που προτιμώ- η Φαντασία μέσα στους λαούς... Αλλά θα πρέπει να αποκαταστήσουμε τη σημασία αυτής της φθαρμένης λέξης. Φαντασία, ή Imaginatio, δεν είναι μια υποκειμενική λειτουργία, αλλιώς πώς θα μπορούσε να υπάρχει Παράδοση; Ο ιδιωτικός λόγος, η υποκειμενική φαντασία, δεν συνιστά παράδοση. Ούτε παράδοση μπορεί να προκύψει μέσα από κάποιου είδους ομοφωνία, συναίνεση ή συγχρονισμό ανάμεσα σε υποκείμενα, αν και υπάρχουν αρκετές αφελείς και λίγο πολύ μηχανιστικές θεωρίες που υποστηρίζουν κάτι τέτοιο. Η Φαντασία, όπως την εννοώ εδώ, είναι επιστήμη. Ως τέτοια η Φαντασία συνιστά Παράδοση. Ως επιστήμη, και ως τέχνη (δύο έννοιες που συνδέθηκαν στενά από τότε που πρωτοεμφανίστηκαν), η Φαντασία φέρει το πνεύμα της Παράδοσης και εμψυχώνει τις μορφές που την εκδηλώνουν.
Η Φαντασία είναι δύναμη μορφοποιητική. Δεν κατασκευάζει κάτι στο κενό, αλλά φωτίζει τα μονοπάτια της νόησης, της πράξης, της εμπειρίας. Τα μονοπάτια είναι ατέρμονα, και γι’αυτό δυνητικά. Το όριο ανάμεσα στο είναι και το μη είναι δεν είναι κάτι που παγιώνεται μια φορά και για πάντα, όπως το όριο ανάμεσα στο ανθρώπινο και το μη ανθρώπινο δεν είναι ποτέ δεδομένο. Σε αυτό το «ανάμεσα», που πάλλεται, και το οποίο είναι το ίδιο το Ανοίκειο, έρχεται η μορφοποιητική δύναμη της Φαντασίας να σχεδιάσει περιγράμματα και μορφές: να θέσει όρια, για να τα μετακινήσει, να αποκλείσει για να συμπεριλάβει. Ώστε να κρατηθεί, με δυο λόγια, το παιχνίδι ζωντανό, και καθ’οδόν. Το παιχνίδι που συναρτάται με το παράδοξο, που ήδη θίξαμε, ότι το παρελθόν έχει χυθεί στη θάλασσα του δικού μας χρόνου - και χώρου.
Ένας δεύτερος ορισμός, ανιχνευτικός και αυτός, θα μπορούσε να μας δώσει τη δυνατότητα να παραμείνουμε στον ίδιο τόπο: Παράδοση είναι η αρχέγονη γλώσσα των λαών. Αρχέγονη γιατί χωρίς την έλευσή της δεν θα είχε κανένα νόημα να μιλούμε για ανθρώπους, λαούς και παραδόσεις. Αρχέγονη γιατί η ίδια η γλώσσα είναι η έξοδος από τη Νύχτα, σημαίνει την κοσμική Νύχτα όπως σημαίνει και τη διάνοιξη των μονοπατιών, τη διακλάδωση, την πολλαπλότητα, την έκθεση στον κίνδυνο και τη διακινδύνευση. Την περιπλάνηση στα διαρκώς μετακινούμενα όρια του είναι και του μη είναι.
Σε ποιό βαθμό, ίχνη αυτής της αρχέγονης εξόδου, της αρχέγονης περιπλάνησης και του παιχνιδιού, μπορούν να βρεθούν σε ό,τι έχει απομείνει από την Παράδοση και σε ό,τι μπορούμε να μελετήσουμε από την Παράδοση; Ένα τέτοιο ερώτημα δεν μπορεί να απαντηθεί αν πρώτα δεν έχουμε αναγνωρίσει ότι και εμείς, σήμερα, αποτελούμε μέρος της ίδιας αρχέγονης πορείας και ότι στην πραγματικότητα τίποτα δεν έχουμε παγιώσει, παρά τις επιταγές των εξουσιαστικών μηχανισμών και παρά τις ψευδαισθήσεις του σημερινού ψευδο-πολιτισμού.
Alles ist Weg
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΣΟΥΜΑΝΗΣ