Το σπίτι χτισμένο στην άκρη του βουνού, έβλεπε προς τις δύο κατευθύνσεις. Δυτικά, ένα μεγάλο παράθυρο άνοιγε στην πόλη –θολή, γιατί δεν την είχε ονειρευτεί σ’όλες τις λεπτομέρειες. Και πέρα μακριά η θάλασσα.
Ανατολικά, ένα παράθυρο αψιδωτό έδειχνε στην πράσινη φύση, στο μονοπάτι που οδηγούσε στις βαθιά κρυμμένες φωλιές των λύκων.
Άναψε το τζάκι με ξύλα κέδρου και μικρά ακανόνιστα προσαννάματα. Και μαζί με τα αποξηραμένα βότανα που έβαλε να βράζουν, πήρε να διαβάσει εκείνο το παλιό βιβλίο, που ανάμεσα στις συνταγές ελιξιρίων είχε με διακοσμημένα γράμματα δίστιχα και τρίστιχα αλχημικά ρητά. Το άφησε.
Σηκώθηκε απότομα από το μακρύ μοναστηριακό τραπέζι–τί θλιβερό έτσι άδειο και πόσο απεριποίητο! σκέφτηκε, σα να το βλέπει για πρώτη φορά– και κάνοντας μια στροφή γύρω από τον εαυτό του, πλησίασε προς το παράθυρο και αγνάντεψε κάτω την πόλη.
Είδε μέσα απ’ το θολό γυαλί τον εαυτό του σήμερα το πρωί, να περιπλανιέται στις φιλοσοφικές σχολές και στα ιερά και στις βιβλιοθήκες και σε όλα τα θαυμαστά της αγαπημένης του πόλης, και κατάλαβε πως πέρασε ένας αιώνας. Είδε και θυμήθηκε.
Θυμάσαι πώς χρυσίζει στον ήλιο η σκόνη της Αλεξάνδρειας;
Οι δρόμοι της βαθιοί σαν χαράδρες όταν πέφτει το σκοτάδι
και οι κυψέλες των σπιτιών της βουερές
σαν τα μισόλογα των μαθητών όταν ψιθυρίζουν μεταξύ τους λόγια των σοφών
όπως τη νύχτα που άναψε η μεγάλη φωτιά ο Βαλεντίνος
μας κοίταξε όλους με τα βαθιά μαύρα μάτια του κι είπε
Θα πρέπει να τον μοιραστείτε τον θάνατο
Αν θέλετε να τον εξαντλήσετε
Αν θέλετε να τον διαλύσετε
Γιατί μέσα σε σας κι από σας
πεθαίνει ο θάνατος
Τα λόγια αντήχησαν μέσα του πολλές φορές. Χανόταν το νόημά τους και γινόταν άηχος αντίλαλος. Κρύωσαν τα χέρια του. Έπεφτε κιόλας η νύχτα. Ο πολικός αστέρας θα εμφανιζόταν σε λίγο.
Στράφηκε απότομα προς τη φωτιά. Το νερό ξεχείλιζε ανενόχλητο και τα βότανα σκορπούσαν το άρωμά τους.
Έμεινε να κοιτάζει, να ακούει και να μυρίζει αυτή την εικόνα. Τόσο που ο χρόνος σταματούσε. Κι έπειτα αναρωτήθηκε εξαίφνης: Μήπως όλα ήταν ένα όνειρο; Μήπως απατήθηκε η ακοή μου;
Έβαλε την κάπα του –απ’έξω μαύρη, από μέσα άσπρη– χωρίς δεύτερη σκέψη, και βγήκε. Αριστερά του το αψιδωτό παράθυρο που έδειχνε στην πράσινη φύση, στο μονοπάτι που οδηγούσε στις βαθιά κρυμμένες φωλιές των λύκων.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΣΟΥΜΑΝΗΣ
(ανέκδοτο κείμενο)