...Ω πότνια χθων,
μελανοπτερύγων μάτερ ονείρων
...Δέσποινα Χθων,
μητέρα των ονείρων με τα μαύρα φτερά
Ευριπίδης, Εκάβη1
Μάτηρ2 ονείρων : μητέρα–μήτρα ονείρων, και ονείρων ύλη...
Όταν περνάει το κατώφλι του ύπνου, ο ονειρευτής αρχίζει να κατεβαίνει, σαν να βυθίζεται αργά μέσα σε μια παράξενη αίσθηση βαρύτητας, αίσθηση ανάλαφρη, ανάλαφρη βαρύτητα, που αρχίζει να πυκνώνει όσο, αργά αλλά σταθερά, πλησιάζει στο σκοτεινό κέντρο της Γης. Αργά αλλά σταθερά, ο ονειρευτής είναι καθ’οδόν προς τον ομφαλό, τον μυστικό ομφαλό κάθε φωτεινού, και κάθε σκοτεινού, ονείρου...
Τα όνειρα, οι αρχαίοι τα τοποθετούν στη Μαύρη Γη, που την ονομάζουν Χθων –τα όνειρα έχουν τόπο, Χθων είναι ο τόπος απ’όπου έρχονται τα όνειρα:
Χθων ετεκνώσατο φάσματ’ ονείρων
«H Χθων γέννησε φαντάσματα ονείρων». Από την Ιφιγένεια εν Ταύροις. Στην ιδιότυπη αυτή τραγωδία, ο Ευρυπίδης παίζει με την εκδοχή ότι η Ιφιγένεια δεν θυσιάστηκε στ’αλήθεια, ένα ελάφι πήρε τη θέση της και η κόρη του βασιλιά μεταφέρθηκε με θαυμαστό τρόπο από την Άρτεμη στη Χώρα των Ταύρων. Εκεί, ιέρεια της θεάς, η Ιφιγένεια είναι μια άλλη, ζει μια ζωή που μοιάζει με όνειρο. Αλλά και όλα όσα θα διαδραματιστούν στη συνέχεια μοιάζουν με όνειρο: στην Ταυρίδα φθάνει ο αδελφός της, ο Ορέστης, χωρίς να γνωρίζει ότι βρίσκεται εκεί η Ιφιγένεια. Ο Ορέστης, αλλόφρων, ένας άλλος και αυτός, από τότε που σκότωσε την ίδια τους τη μάνα, τη βασίλισσα Κλυταιμνήστρα, έρχεται με εντολή του Απόλλωνα, με αποστολή να κλέψει το ξόανο της Άρτεμης, ώστε να ελευθερωθεί –του είπε ο θεός– από τον εφιάλτη των Ερινύων που τον κατατρύχει, από το ξύπνιο όνειρο με τα μαύρα φτερά...
Το έργο περιστρέφεται ολόκληρο γύρω από τα όνειρα, η περιπέτεια, η πλοκή, υποδεικνύουν μια ιδιότυπη ονειροκριτική. Η παρουσία των ονείρων στη ζωή των θνητών είναι το αποτέλεσμα μιας έριδας, μιας σύγκρουσης η οποία είναι μέρος μιας μεγαλύτερης σύγκρουσης κοσμικής, κοσμικών, αν όχι κοσμογονικών, διαστάσεων ανάμεσα στην Ημέρα και στη Νύχτα, ανάμεσα στους παλαιούς και στους νέους θεούς. Και να πώς διηγείται ο Χορός, στην κορύφωση του δράματος, τη μυστική ιστορία. Ο Απόλλων διώχνει την κόρη της χθόνιας θεάς από τον μαντικό θρόνο–ομφαλό των Δελφών, και η Γαία καλεί, μιλάει στους θνητούς μέσα από τα όνειρα, τους καλεί από τα Έγκατα. Το απολλώνειο δώρο της ενόρασης χάνει την ισχύ του, ωσότου η παρέμβαση του Διός να σβήσει τις φωνές της Νύχτας από τις πόλεις των ανθρώπων:
Το έργο περιστρέφεται ολόκληρο γύρω από τα όνειρα, η περιπέτεια, η πλοκή, υποδεικνύουν μια ιδιότυπη ονειροκριτική. Η παρουσία των ονείρων στη ζωή των θνητών είναι το αποτέλεσμα μιας έριδας, μιας σύγκρουσης η οποία είναι μέρος μιας μεγαλύτερης σύγκρουσης κοσμικής, κοσμικών, αν όχι κοσμογονικών, διαστάσεων ανάμεσα στην Ημέρα και στη Νύχτα, ανάμεσα στους παλαιούς και στους νέους θεούς. Και να πώς διηγείται ο Χορός, στην κορύφωση του δράματος, τη μυστική ιστορία. Ο Απόλλων διώχνει την κόρη της χθόνιας θεάς από τον μαντικό θρόνο–ομφαλό των Δελφών, και η Γαία καλεί, μιλάει στους θνητούς μέσα από τα όνειρα, τους καλεί από τα Έγκατα. Το απολλώνειο δώρο της ενόρασης χάνει την ισχύ του, ωσότου η παρέμβαση του Διός να σβήσει τις φωνές της Νύχτας από τις πόλεις των ανθρώπων:
Ήρθε ο Απόλλων κι έδιωξε τη Θέμιδα,
της Γης τη θυγατέρα,
από τον ιερό τον τόπον
κι η χθόνια θεά, η Γη,
γέννησε νυχτερινά φαντάσματα ονείρων,
που στις υπόγειες σπηλιές
στον ύπνο των θνητών μιλούν
για το παρόν, το παρελθόν και για το μέλλον.
Έτσι, η Γη, φθονώντας για την κόρη της,
από τον Φοίβο άρπαξε το ιερό μαντείο.
Στον Όλυμπο αυτός γοργός ορμά
και με τα χέρια τρυφερά
το θρόνο του Διός αγκάλιασε
κι από το δώμα των Δελφών
να διώξει την χολή της τον εκλιπαρούσε.
Ο Ζευς με τη σπουδή του γιού του γέλασε
και για τον πόθο του, από μωρό
το μάλαμα να συσσωρεύσει της λατρείας.
Έσεισε τη βαριά του κόμη
και έσβησε με μιας απ’τους θνητούς
και τις νυχτερινές φωνές
και τις νυχτερινές σκοτεινές προφητείες.
Έδωσε πάλι τις τιμές του κύρους στον Λοξία
και στη μεγάλη λαοθάλασσα
που συνωστίζεται στο θρόνο του
την αξιόπιστη δωρίζει των χρησμών σημασία3
Αλλά από τότε, είναι πολλά του κύκλου τα γυρίσματα, και «στον ύπνο των θνητών» μιλούν, από τον ομφαλό της Γης, όχι μονάχα τα λευκά φωτεινά όνειρα–χρησμοί του Απόλλωνα, αλλά και τα σκοτεινά, τα μαύρα όνειρα απ’τα Έγκατα. Χρησμοί παραπλανητικοί και μονοπάτια, υλοπάτια που δεν οδηγούν πουθενά. Στο πουθενά, μπροστά σε ένα τείχος χωρίς πύλες, χαμένοι ταξιδιώτες, ονειρευτές, ή νεκροί περιπλανώμενοι –που είναι και αυτοί (έχουν γίνει, εκεί, κάτω), όπως σημειώνει ο μύστης Συνέσιος, οντότητες εξ ολοκλήρου φανταστικές, ονειρώδεις: είναι όνειρα.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΣΟΥΜΑΝΗΣ
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Στίχοι 70-71. Καθόλου τυχαία, την τραγωδία αυτή την προλογίζει ένα φάντασμα Το φαντάσμα του Πολύδωρου, γιού της Εκάβης και του Πριάμου, εμφανίζεται στον Πρόλογο και αφηγείται τα γεγονότα που προηγούνται της πλοκής του έργου.
2. Δωρικός τύπος του μήτηρ, όπως η λατινική mater.
3. Απόδοση του Κ.Χ. Μύρη, από το πρόγραμμα της παράστασης Ιφιγένεια εν Ταύροις, που δόθηκε από το Αμφιθέατρο του Σπύρου Ευαγγελάτου στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου τον Ιούλιο του 1997.