6.10.10

ΤΑ ΝΗΣΙΑ ΧΩΡΙΣ ΟΝΟΜΑ

ΝΗΣΟΣ ΟΥΡΟΒΟΡΟΣ

Ι

Ξεκουράστηκε το βλέμμα μου από τόση απλότητα

χώμα θάλασσα ουρανός

ο κόσμος των στοιχείων

Δεν ξέρω ποιά γλώσσα θα μπορούσε να ονομάσει

πέρα

μονοπάτια ανηφορίζουν στους χαμηλούς λόφους σβήνουν

Νυχτώνει

το νησί σαν να βγήκε μόλις από το νερό

εξαφανίζεται στο σκοτάδι

μαζί του κι εγώ

άσπρες πέτρες ξέξασπρες ηλιοτρόπια

ηλιοτρόπια μαύρες αγελάδες

πρόβατα εκεί γύρω βόσκουν χώμα και χαλίκια

Μεταμορφώσεις ούτε ίχνος ζωής

ελιές τόσο κοντά στη θάλασσα μπορούν και μυρίζουν το αλάτι

οι κραυγές των αλόγων

τα άλογα

ζωντανά γλυπτά από σκοτάδι

Μια υπόγεια δεξαμενή υπάρχει μόνο, γεμάτη βρόχινο νερό, πλάι της μια άδεια πισίνα όπου έχουν φυτρώσει κάθε λογής φυτά.

Άρχει ψηλά ο θόλος του ουρανού Μόνος

ΙΙ

Η κουκουβάγια έρχεται στο δέντρο

μου μιλά και την καταλαβαίνω

Πρώτη φορά μετά από αιώνες

νομίζω ότι την καταλαβαίνω...

Από το cd walkman με τα ηχεία ακούγεται το κοντσέρτο για δύο βιολιά του Μπαχ. Το ηλεκτρικό κομμένο, το ίδιο και το νερό.

Πίνει κρασί με γυρισμένη την πλάτη στο πέλαγος

η Σελήνη ασημένια κατάλευκη την φωτίζει

Οι ομίχλες επισκέπτονται το νησί τη νύχτα. Οι τάφοι είναι χτισμένοι κλιμακωτά, στο τελείωμα ενός λόφου.

αταίριαστο με το ρομαντικό της ατμόσφαιρας:

«Κατήντησα σχεδόν ανέστιος και πένης.

Αυτή η μοιραία πόλις, η Αντιόχεια

όλα τα χρήματά μου τάφαγε:

αυτή η μοιραία με τον δαπανηρό της βίο»

δεν ήμουν εγώ που μίλησα αλλά η φωνή ενός νεκρού

Όχι εγώ

λέει με ένα αμυδρό χαμόγελο η θεά

Η

Ίσις Πελαγία

Όχι εγώ

άνασσα αρχέγονων Κυκλάδων

ουροβόρος

νήσος

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΣΟΥΜΑΝΗΣ

(ανέκδοτο κείμενο)